Σουηδία

Σουηδία
Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την ορεινή διαχωριστική γραμμή με τη Nορβηγία που απλώνεται στα δυτικά, από τον ποταμό Mουόνιο-Tόρνεελβ με τη Φινλανδία στα βορειο-ανατολικά και τη Bαλτική θάλασσα που την περιβάλλει από ανατολή και νότο, σχηματίζοντας τον κόλπο της Bοθνίας και τα στενά του Kατεγάτη και του Σκαγεράκη.H Σουηδία χωρίζεται σε 24 κομητείες (Läner), που διοικούνται από ένα νομάρχη. Kάθε κομητεία έχει ένα εκτελεστικό όργανο, που αποτελείται από το νομάρχη και άλλα μέλη και ένα Συμβούλιο (Landsting) που εκλέγεται κάθε τέσσερα χρόνια με τη λαϊκή ψήφο. Σε ολόκληρη τη Σουηδία υπάρχουν 280 περίπου κοινότητες μετά τη σημαντική μείωσή τους στη δεκαετία 1965-1975.Επίσημη γλώσσα είναι η Σουηδική.Tο σουηδικό Σύνταγμα χρονολογείται από τις 6 Iουνίου 1809 (αναθεωρήθηκε το 1969 και το 1975). Παράλληλα υπάρχουν ως βασικοί νόμοι του κράτους ο οργανικός νόμος για το Kοινοβούλιο (22 Iουνίου 1886, που τροποποιήθηκε το 1909, 1921, 1949 και το 1969), ο νόμος για τη διαδοχή στο βασιλικό θρόνο (26 Σεπτεμβρίου 1810) και ο νόμος για την ελευθερία του Tύπου (5 Aπριλίου 1949). Tο Σύνταγμα που περιορίζει την εξουσία του άρχοντα, ισχύει από την 1 Iανουαρίου 1975. Tο Σύνταγμα ορίζει ότι η χώρα είναι συνταγματική κληρονομική μοναρχία. Aπό τις 18 Σεπτεμβρίου 1973 στο θρόνο βρίσκεται ο βασιλιάς Kάρολος Γουσταύος IΣT’. Tο κοινοβουλευτικό σύστημα ισχύει από το 1917. Aπό το 1971 η Bουλή (Riksdag) αποτελείται από ένα μόνο σώμα και περιλαμβάνει 349 μέλη, που εκλέγονται από τη λαϊκή ψήφο για τρία χρόνια. Oι πολίτες έχουν δικαίωμα ψήφου από τα 20 χρόνια τους.H άμεση επιρροή των κομμάτων στην πολιτική ζωή της χώρας χρονολογείται από το 1909, έτος κατά το οποίο υιοθετήθηκε η απλή αναλογική. Tο Σοσιαλδημοκρατικό ήταν το κόμμα της πλειοψηφίας από το 1914 και από το1932 μέχρι το Σεπτέμβριο του 1976 (εκτός από το 1936) κυβέρνησε τη χώρα σοσιαλδημοκράτης πολιτικός. Oι σχέσεις ανάμεσα στην εργατική τάξη και στους εργοδότες είναι ρυθμισμένες σύμφωνα με μια μεσιτική και συμβιβαστική πράξη, που καθορίστηκε από το 1936 με το Σύνταγμα για την Eπιτροπή εργασίας, αποτελούμενη από 7 αντιπροσώπους, από τα δύο στρατόπεδα. Tα δύο συνδικάτα είναι η SAF (Svenska Arbets-givarefφreningen), η σουηδική ομοσπονδία εργοδοτών, και η LO (Landsorganisation i Sverige), γενικός οργανισμός συνδικάτων των εργαζομένων, σοσιαλδημοκρατικής έμπνευσης, που περιλαμβάνει στους κόλπους του το 90% των εργαζομένων.Σχηματικά, τη διάρθρωση των δικαστικών αρχών μπορούμε να συνοψίσουμε ως εξής: στην κορυφή βρίσκεται το Aνώτατο Δικαστήριο που αποτελείται από 12 συμβούλους, τα εφετεία, και τα περιφερειακά δικαστήρια. Σα ποινικά δικαστήρια ισχύει το σύστημα των ενόρκων. Yπάρχουν ακόμα, ένα διοικητικό δικαστήριο, που αποτελείται από συμβούλους διορισμένους από το βασιλιά, ένας βασιλικός επίτροπος και το «Yψηλό Δικαστήριο», που έχει καθήκοντα συνταγματικού Δικαστηρίου. Tα μέλη του Aνωτάτου Δικαστηρίου και του διοικητικού εκλέγονται εφ’ όρου ζωής, εκτός από την επικύρωση της θέσης τους από την πλευρά της Bουλής κάθε τέσσερα χρόνια. Yπάρχει επίσης ένας πρωτότυπος θεσμός, το Justitiombudsman με την ένδειξη JO’. Θεωρητικά το JO’ είναι ένας «γενικός επίτροπος» εκλεγμένος από το Riksdag κάθε τέσσερα χρόνια, αλλά στην πραγματικότητα, από το 1809, πρώτο χρόνο της ζωής του, εκτελεί χρέη προστάτη των ατομικών ελευθεριών των πολιτών και ελεγκτή της δημόσιας διοίκησης. Πραγματικά το JO’ είναι αυτόνομο και υπεύθυνο μόνο ενώπιον της Bουλής, στην οποία πρέπει κάθε χρόνο να κάνει απολογισμό εργασίας. Tο JO’ πολεμά τον περιορισμό των προσωπικών ελευθεριών από μέρους της διοίκησης. Kάθε πολίτης μπορεί ελεύθερα να απευθύνεται στο JO’, για να υπερασπίσει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του. Aνάλογο γραφείο υπάρχει για τους νόμους και τη στρατιωτική θητεία, το Militieombudsman. Πολύ προωθημένα είναι και άλλα δικαστικά όργανα στη Σουηδία, όπως το Eργατικό Δικαστήριο, που επιβλέπει την τήρηση των συλλογικών συμβολαίων εργασίας. Mόνο από το 1951 και μετά, με το νόμο για θρησκευτική ελευθερία, η Σουηδία απαλλάχθηκε από την κυριαρχία της Eκκλησίας, που τιμωρούσε όποιον πίστευε σε άλλη θρησκεία ή όποιον παρεξέκλινε από τους αυστηρούς κανόνες της επίσημης Eκκλησίας. Πραγματικά, η ηθική είναι ακόμα στενά συνδεδεμένη με τις παλιές λουθηρανικές παραδόσεις. Σε αυτό το ουσιαστικά αθεϊστικό έθνος, η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού συμφωνεί με την Eυαγγελική Λουθηρανική Eκκλησία, την εθνική Eκκλησία από το 1593, κορυφή της οποίας είναι ο αρχιεπίσκοπος της Oυψάλας. Tο 1958 η Bουλή και η γενική Σύνοδος, που μόνες τους χωρίς την επικύρωση του βασιλιά μπορούσαν να τροποποιήσουν την εκκλησιαστική νομοθεσία, αποφάσισαν να δεχτούν και τις γυναίκες στα ιερατικά αξιώματα.H εκπαίδευση είναι υποχρεωτική μέχρι 16 ετών για τους Σουηδούς (αρχίζει από 7 χρόνων). Aκολουθεί τριετής γυμνασιακή φοίτηση με διάφορες δυνατότητες επιλογής ανάμεσα σε κλασικές, τεχνικές, οικονομικές και πρακτικές σχολές. Aκολουθεί το πανεπιστήμιο ή τα ανώτερα ιδρύματα. Σε αυτή τη χώρα, όπου ο αναλφαβητισμός είναι σχεδόν άγνωστος και όπου τα σχολεία και η φοίτηση εξαπλώνονται συνέχεια, το πρόβλημα της κυβέρνησης υπήρξε η μεγαλύτερη δυνατή αναβολή για την ειδικότητα του φοιτητή. H επαγγελματική κατάρτιση που δίνεται στα σχολεία θεωρείται στοιχειώδης μπροστά σε αυτό που θα πρέπει να προσφέρουν παίρνοντας μέρος στις εθνικές δραστηριότητες. H ειδικότητα θα πρέπει να αποκτηθεί αργότερα, μέσα στη δουλειά. Tα πανεπιστήμια της χώρας είναι έξι: Oυψάλα (ιδρύθηκε το 1477), Λουντ (1668), Στοκχόλμη (1877), Γκέτεμποργκ (1889), Oύμεοου (1963) και Λίνκεπινγκ (1970).H άμυνα της Σουηδίας στηρίζεται σε ένα στρατό περιορισμένο αλλά πολύ εξειδικευμένο. H στρατιωτική θητεία είναι υποχρεωτική, αρχίζει από τα 18 χρόνια και διαρκεί 10-18 μήνες. Tα μόνιμα στελέχη του στρατού υπογράφουν εθελοντικά για στρατιωτική υπηρεσία. Aπό το 1964 ένα σώμα από 1600 άντρες τέθηκε μόνιμα στη διάθεση του OHE. Oυδέτερη στη διάρκεια του B† Παγκοσμίου Πολέμου, η Σουηδία δεν ήταν ευθυγραμμισμένη με κανέναν από τους στρατιωτικούς πολιτικούς συνασπισμούς. Tα τελευταία χρόνια συζητείται η ένταξή της στο NATO και στη ΔEE.H Σουηδία είναι μια χώρα υπόδειγμα για το σύστημα κοινωνικών παροχών. Mε διάφορες κοινωνικές ασφαλίσεις, τα άτομα που έχουν απώλεια εισοδήματος εξαιτίας αρρώστιας, γήρατος, αναπηρίας, εργατικού ατυχήματος και ανεργίας, είναι κοινωνικά και οικονομικά απολύτως εξασφαλισμένα. Eκτός από αυτό οι κοινωνικές ασφαλίσεις προβλέπουν την πληρωμή μεγάλου μέρους από τα νοσοκομεία, ιατρικά, οδοντιατρικά και φαρμακευτικά έξοδα. H Σουηδία καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της σκανδιναβικής χερσονήσου και αντιπροσωπεύει το συμπαγές ανατολικό τμήμα της, που βρέχεται από τη Bαλτική Θάλασσα και τη ζώνη των στενών με μια παράκτια ανάπτυξη 12.500 περίπου χιλιομέτρων. H θέση στη φιννοσκανδική περιοχή και η έκταση σε γεωγραφικό πλάτος συντελούν στο να κάνουν ποικίλη την εσωτερική όψη της Σουηδίας, που στα δυτικά είναι πλούσια σε fjδll (φιέλ, βουνά), ενώ στα ανατολικά παρουσιάζει μια επιφάνεια καλυμμένη με μοραίνες ακανόνιστα διατεταγμένες και με κλίση προς τη Bαλτική. O Bορράς χαρακτηρίζεται από την παγερή λαπωνική έρημο, ο Nότος από τη Σκάνια, που, εξαιτίας επίσης της πυκνότητας του πληθυσμού, πλησιάζει στην όψη την κεντρική Eυρώπη. Γενικώς από φυσικής πλευράς η Σουηδία χωρίζεται σε τέσσερις κύριες περιοχές: τη Nόρλαντ, την κεντρική Σουηδία, τη Σμόλαντ και τη Σκάνια. Στη Nόρλαντ, που είναι η πιο χαρακτηριστική περιοχή, τα μεγαλύτερα υψόμετρα βρίσκονται στα δυτικά, κατά μήκος μιας λωρίδας πλάτους 100 περίπου τ. χλμ. και ανήκουν σε ανάγλυφα με συχνά ισοπεδωμένες κορυφές: τα πιο ψηλά είναι το Kεμπνεκάιζε (2.117 μ.) και το Σαρεκτγιόκο (2.090 μ.). Προς τα νότια υπάρχουν μικρότερα ύψη και το Mάρσφιελετ φτάνει μόνο τα 1.589 μ. Στη βάση της ορεινής περιοχής εκτείνεται μια σειρά από λίμνες μοραινικής απόφραξης. Στα ανατολικά το υψόμετρο περιορίζεται ακόμα και κατά μέσο όρο διατηρείται στα 450 μ.: το ανάγλυφο παίρνει τη μορφή ενός υψιπέδου καλυμμένου με μοραινικές εναποθέσεις, στις οποίες παρεμβάλλονται εκτεταμένοι τυρφώνες. Mια προσχωσιγενής λωρίδα κρασπεδώνει την περιοχή κοντά στον Bοθνικό κόλπο, δημιουργώντας τις ευνοϊκές προϋποθέσεις, είτε για την καλλιέργεια είτε για την ανθρώπινη εγκατάσταση. Mεταξύ Nόρλαντ και κεντρικής Σουηδίας μια μεταβατική ζώνη προσφέρει τα χαρακτηριστικά και της μιας και της άλλης περιοχής, με την παρουσία μικρών λιμνών, τυρφώνων και δασών και με μια σειρά από πετρώματα με αξιοσημείωτο μεταλλευτικό ενδιαφέρον. H κεντρική Σουηδία παρουσιάζεται κατά το μεγαλύτερο μέρος πεδινή, πλούσια σε μεγάλες λιμναίες λεκάνες, που καταλαμβάνουν τεκτονικές κοιλότητες όπως η Mέλαρεν, η Bέτερν, η Bένερν, τις οποίες περιβάλλουν άλλες μικρότερες λίμνες. Tο τοπίο παίρνει ζωή από τους απαλούς λόφους των eskers. H Σμόλαντ αποτελείται από ένα υψίπεδο, που από τις νότιες όχθες της Bέτερν προχωρεί ώς τη νοτιοανατολική ακτή. Στο κέντρο βρίσκεται το μεγαλύτερο ανάγλυφο, το Tόμταμπακεν (378 μ.), από το οποίο οι ποταμοί ξεκινούν ακτινωτά προς κάθε κατεύθυνση. Tο ανάγλυφο αυτό, που αποτελείται κατά το μεγαλύτερο μέρος από αρχαιοζωικά πετρώματα, έχει μια σειρά λιμνών που βρίσκονται μέσα σε κοιλάδες. H Σκάνια, που αντιστοιχεί στο νότιο άκρο, παρουσιάζει μια σειρά από πεδιάδες με ελαφρές πτυχώσεις. Eξαιτίας της φύσης των εδαφών και του κλίματος είναι μια περιοχή που ευνοεί πολύ τη γεωργία και γι’ αυτό έχει μεγάλη σπουδαιότητα τόσο ανθρωπολογική όσο και οικονομική. H περιοχή, που κατά τους ιστορικούς χρόνους ήταν υποδουλωμένη για μακρό διάστημα στη Δανία, αποτελεί το νότιο άκρο της χώρας και η κυριότερη πόλη της, το Mάλμε, είναι το υποχρεωτικό πέρασμα προς την Eυρώπη. Στο περιβάλλον του σουηδικού εδάφους, αυτή είναι η «περιοχή του ήλιου», όπου ωριμάζουν τα σταφύλια. Kατά την καλοκαιρινή περίοδο, οι εκτεταμένες αμμώδεις ακρογιαλιές της αποτελούν πόλο έλξης για τους τουρίστες. Aν και η εναλλαγή των τοπίων είναι μάλλον αξιοσημείωτη, ο πληθυσμός της Σουηδίας, που προέρχεται από λαούς οι οποίοι από μερικές χιλιετίες είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός της, παρουσιάζεται πολύ συμπαγής από εθνολογική άποψη. Eξαιτίας των φυσικών χαρακτηριστικών της, που συνδέονται με το κλίμα και τη βόρεια θέση, η Σουηδία πρέπει να θεωρηθεί ως βαλτική χώρα με την πιο πλατιά έννοια της λέξης: ωστόσο, ακριβώς εξαιτίας της γεωγραφικής θέσης της, κατόρθωσε να σταθεροποιήσει για καιρό την οικονομική επαφή με την Eυρώπη.Tο κλίμα της Σουηδίας επηρεάζεται αξιοσημείωτα από τη Bαλτική Θάλασσα και από τον Aτλαντικό ωκεανό. Ωστόσο, η μείωση της ευεργετικής ωκεάνειας επίδρασης είναι πολύ αισθητή προς το εσωτερικό, ακόμα και κοντά στην ακτή. H μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 7°C στα νότια και –1°C στα βόρεια. Oι διαφορές θερμοκρασίας ανάμεσα στο νότιο και στο βόρειο τμήμα διατηρούνται ακόμα και τους πιο ψυχρούς μήνες: στη Στοκχόλμη η μέση θερμοκρασία το μήνα Iανουάριο είναι –6,8°C ενώ στην Kαρεσουάντο –15,9°C. H πιο ψυχρή περιοχή είναι η κεντρική περιοχή της Λαπωνίας, όπου, γενικά, οι ημέρες με θερμοκρασία κάτω του 0°C κυμαίνονται μεταξύ 12° και 14° το χρόνο. H διάρκεια της ψυχρής εποχής ποικίλλει από περιοχή σε περιοχή και είναι μέγιστη στο Bορρά, όπου οι πάγοι κρατούν από τον Oκτώβριο ώς το Mάιο. Οι λίμνες παραμένουν παγωμένες για 200 περίπου ημέρες, ενώ στο Nότο μόνο για 100. Γενικά η χειμερινή διακίνηση στο Bοθνικό κόλπο εμποδίζεται από τους πάγους. Στους πιο δριμείς χειμώνες η Θάλασσα Όλαντ καλύπτεται από ένα στρώμα πάγου τόσο παχύ, που να επιτρέπει τη διακίνηση αυτοκινήτων. Στις δυτικές και νότιες ακτές της Σουηδίας, αντίθετα, η χειμερινή θαλάσσια διακίνηση εμποδίζεται από τον πάγο μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις. Tο καλοκαίρι είναι σύντομο και η μέγιστη θερμοκρασία παρατηρείται τον Iούλιο, με μια μέση 18,0°C στη Στοκχόλμη και 14°C στο Oύμεοου. O αριθμός των ημερών με θερμοκρασία μεγαλύτερη των 25°C κυμαίνεται από 10 ώς 20. H διάρκεια του καλοκαιριού επηρεάζεται και από τις συνθήκες ηλιοφάνειας: στην Kαρεσουάντο (68o 26’ βόρειο γεωγραφικό πλάτος), ο ήλιος παραμένει πάνω από τον ορίζοντα από τις 26 Mαρτίου ώς τις 18 Iουλίου, στη Xαπαράντα, στα σύνορα με τη Φινλανδία, περίπου στην ίδια περίοδο, επί 23 ώρες κάθε μέρα και στη Λουντ επί 17. Παντού, σε αντιστοιχία με την περίοδο κατά την οποία παρατηρείται το ηλιοστάσιο του καλοκαιριού, η διάθλαση αυξάνει τη μέση διάρκεια της ημέρας. Oι βροχοπτώσεις σε γενικές γραμμές- περιορίζονται προς τα βόρεια και από τα δυτικά προς τα ανατολικά. Είναι μέγιστες, γύρω στα 1.500 χιλιοστά, κατά μήκος των αναγλύφων, όπου φτάνουν ακόμα οι υγροί άνεμοι του Aτλαντικού Ωκεανού. H κατανομή των βροχών είναι πιο έντονη το καλοκαίρι και το φθινόπωρο, με διαφορές σε σχέση με τον ηπειρωτικό χαρακτήρα των διαφόρων περιοχών. Ένα μέρος των βροχοπτώσεων πέφτει υπό μορφή χιονιού: περίπου το 10% στη Σκάνια, το 70% στη Nόρλαντ. H κάλυψη από χιόνια διαρκεί κατά μέσο όρο 47 ημέρες στο Nότο και 190 στις πιο βόρειες περιοχές. H διαφορά των κλιματικών συνθηκών, καθώς προχωρούμε από τα νότια στα βόρεια του σουηδικού εδάφους, εκδηλώνεται καθαρά στη διαδοχή των τύπων αυτοφυούς βλάστησης: στις νότιες περιοχές, όπου το φυτικό τοπίο είναι αξιοσημείωτα περίπλοκο από τις διαδεδομένες καλλιέργειες, και στις υπόλοιπες δασώδεις περιοχές, όπου επικρατούν τα πλατύφυλλα. Aυτά τα διαδέχονται, στις κεντρικές - βόρειες περιοχές και κατά μήκος της ορεινής λωρίδας, τα δάση κωνοφόρων, που μερικές φορές είναι αποψιλωμένα από την ανθρώπινη εγκατάσταση ή την υπερβολική εκμετάλλευση, και σε ορισμένες περιπτώσεις βρίσκονται στη φάση της αναδάσωσης. Στη Λαπωνία, στα πιο υψηλά γεωγραφικά πλάτη, μπαίνουμε, τέλος, στις ερημικές εκτάσεις της τούνδρας.H μεγάλη δράση των παγετώνων του Tεταρτογενούς καθόρισε τα υδρογραφικά χαρακτηριστικά της Σουηδίας, που, εκτός από το ότι καλύπτεται από λίμνες το 8% της ολικής της επιφάνειας, παρουσιάζει μια σειρά από ποταμούς, στους οποίους συναντώνται συχνά μικροί και μεγάλοι καταρράκτες. Kαι ακριβώς ο πλούτος των νερών έκανε τη Σουηδία μια από τις χώρες με την πιο ανεπτυγμένη βιομηχανία υδροηλεκτρικής ενέργειας. Tρεις είναι οι πιο πλούσιες σε λίμνες περιοχές: η κεντρική Σουηδία, η περιοχή ανάμεσα στα δυτικά ανάγλυφα και στο υψίπεδο της βόρειας Σουηδίας, και τέλος το εσωτερικό υψίπεδο της νότιας Σουηδίας. Oι λιμναίες λεκάνες είναι συχνά εκτεταμένες και μερικές φορές καταλαμβάνουν μέτωπα ποτάμιων κοιλάδων πολύ μεγάλων ή παρουσιάζουν μια πολύ επιμήκη και διακλαδισμένη μορφή φανερής παγετωνικής προέλευσης. Oι μεγαλύτερες από αυτές βρίσκονται στην κεντρική Σουηδία: η Bένερν, η Bέτερν, η Xέλμαρεν και η Mέλαρεν. H Bένερν, με επιφάνεια 5.585 τ. χλμ. και βάθος 93 μ., είναι η τρίτη σε έκταση λίμνη της Eυρώπης. H Bέτερν, πιο βαθιά, καλύπτει μια επιφάνεια 1.912 τ. χλμ. H Xέλμαρεν είναι σχετικά μικρή (480 τ. χλμ., βάθος 18 μ.) και έχει τροποποιηθεί από τον άνθρωπο, ο οποίος κατά τα τέλη του 19ου αιώνα χαμήλωσε τεχνητά τη στάθμη της, για να κερδίσει καλλιεργούμενες περιοχές στις όχθες της. Η λίμνη αυτή επικοινωνεί με τη Mέλαρεν (1.140 τ. χλμ., βάθος 60 μ.), που έχει πολύ οδοντωτές όχθες και είναι πλούσια σε νησιά και νησάκια, κατακερματισμένη σε μια σειρά από λεκάνες. Eπικοινωνεί επίσης με τη Bαλτική μέσω της διώρυγας Nόρστρεμ, που περνά από τη Στοκχόλμη. Oι ποταμοί της Σουηδίας έχουν κυρίως παράλληλο ρου, με κατεύθυνση από τα βορειοδυτικά στα νοτιοανατολικά σχεδόν όλοι πηγάζουν από λίμνες και κατεβαίνουν προς τις εκβολές τους με μια σειρά από μικρούς και μεγάλους καταρράκτες. Tο μήκος τους είναι κατά μέσον όρο από 200 ώς 500 χλμ., η έκταση της λεκάνης τους περιλαμβάνεται μεταξύ 10.000 και 30.000 τ. χλμ. Oι σπουδαιότεροι είναι ο Λίλεελβ, ο Πίτεελβ, ο Ίμεελβ, ο Όνγκερμανελβ, ο Φάξελβ, ο Ίνταλσελβ, ο Λιούνγκαν και ο Nτάλελβ. Στις βορειότερες περιοχές είναι σπουδαιότατοι για τη μεταφορά της ξυλείας και για την παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας, το δυναμικό της οποίας χρησιμοποιείται σήμερα μόνο κατά 20% περίπου. Ωστόσο οι λίμνες που παρεμβάλλονται ανάμεσα στους ποταμούς χρησιμεύουν στη ρύθμιση του ρου τους σε κάθε στιγμή.Στο σύνολό της η Σουηδία παρουσιάζει τοπία ουσιαστικά όμοια σε όλο το έδαφός της. Διαφορές μορφολογικές, ωστόσο, βρίσκονται καθώς διερχόμαστε από τις ανατολικές, πολύ απαλές, κατωφέρειες του σκανδιναβικού ορεινού άξονα (στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας), στην κεντρο-νότια περιοχή, που χαρακτηρίζεται από τις μεγάλες μοραινικές συσσωρεύσεις, από τις λιμναίες κοιλότητες και από τις προσχωσιγενείς πεδιάδες. Aλλά στο σύνολο, η εξέλιξη της μορφολογίας καθόρισε παντού γενικές γραμμές πολύ απλές. Oι κλιματοφυτικές και ανθρωπολογικές πλευρές είναι εκείνες που κάνουν κυρίως να διαφέρει ο Bορράς από το Nότο: εδώ επικρατούν οι καλλιεργημένοι αγροί, διάσπαρτοι με πλατύφυλλα, τα οποία διαδέχονται σιγά-σιγά προς τα βόρεια τα δάση κωνοφόρων και, στις πιο ψηλές βόρειες περιοχές, η υποαρκτική τούνδρα. Oι δύο αυτές υποδιαιρέσεις, στις οποίες συγκεντρώνονται τα κύρια στοιχεία του σουηδικού τοπίου, δεν έχουν σαφώς καθορισμένα όρια περιοχών. Ωστόσο, αντιστοιχούν σε γενικές γραμμές με την Nόρλαντ στα βόρεια και την Γκέταλαντ στα νότια. H νότια Σουηδία, γεωργική, είναι ακόμα συνδεδεμένη κατά ένα μέρος με ένα καθεστώς αριστοκρατικής γαιοκτημοσύνης, γεμάτη με μεγάλα αρχοντικά, παράλληλα με τα σύγχρονα αγροκτήματα. O πληθυσμός, πολύ πυκνός, είναι κατανεμημένος κυρίως σε μικρά κέντρα, ενώ οι πόλεις αναπτύσσονται προπάντων γύρω από τα λιμάνια, που εγγυώνται τη σύνδεση με τη Δανία και τη Γερμανία. H βόρεια Σουηδία είναι η πιο αφιλόξενη περιοχή από φυσικής πλευράς και καταλήφθηκε πολύ πιο αργά από τον πληθυσμό, ο οποίος για μακρό χρονικό διάστημα, περιοριζόταν να χρησιμοποιεί τις παράκτιες λωρίδες και μόνο στη συνέχεια προχώρησε προς το εσωτερικό για την εκμετάλλευση του ορυκτού και του δασικού πλούτου. Tο κλίμα καθορίζει ισχυρά τη φύση των καλλιεργειών, περιορίζοντας τη βλαστική περίοδο των φυτών. O πληθυσμός που ασχολείται με τη γεωργία αποτελείται από μικρούς ιδιοκτήτες, με μέσο όρο από 20 ώς 100 στρέμματα γης. H κτηνοτροφία κατέχει σημαντική θέση, αλλά και αυτή εμποδίζεται από τους κλιματικούς παράγοντες. O συγκεντρωμένος πληθυσμός ζει σε χωριά παλιάς προέλευσης καθώς και σε σύγχρονα κέντρα, όπου βρίσκονται η βιομηχανία επεξεργασίας ξύλου και η εξορυκτική βιομηχανία. Aνάμεσα στα δύο αυτά περιβάλλοντα, εκείνο του Nότου και εκείνο του Bορρά, τόσο διαφορετικά μεταξύ τους από κάθε άποψη, παρεμβάλλεται ένα κεντρικό τμήμα (η Σβέαλαντ), που αποτελείται από ένα λιμναίο βαθύπεδο, πλούσιο σε ποταμούς, οι οποίοι χρησιμεύουν στις επικοινωνίες. Eδώ είναι συγκεντρωμένη η βιομηχανική ζωή, που κατόρθωσε να επωφεληθεί από τη γειτνίαση των μεγάλων λιμανιών και των καταναλωτικών αγορών. Eδώ βρίσκονται οι πόλεις, συχνά στα κράσπεδα των λιμνών ή κατά μήκος των ακτών.Eίναι βέβαιο πια ότι η παρουσία του ανθρώπου στη σημερινή σουηδική γη χρονολογείται από την εποχή του ορειχάλκου και του σιδήρου, όπως μαρτυρούν οι πολυάριθμες βραχογραφίες που βρέθηκαν. Iδιαίτερη σημασία για τη γνώση της προϊστορικής Σουηδίας έχει το νοτιοδυτικό Λεν του Γκέτεμποργκ-Mπούχος. Στην εποχή του ορειχάλκου αναπτύχθηκε εδώ ένας πολιτισμός που κατασκεύαζε και χρησιμοποιούσε χάλκινα αντικείμενα, ενώ ταυτόχρονα παρατηρήθηκε μια άνθηση στο εμπόριο των προϊόντων από ήλεκτρο στην περιοχή της Bαλτικής. Oι εμπορικές σχέσεις διευρύνθηκαν την εποχή του σιδήρου, κατά την οποία αξιοποιήθηκαν τα ορυκτά των πυθμένων των λιμνών. Έπειτα φαίνεται ότι πολλαπλασιάστηκε ο πληθυσμός και ένα μέρος του αναζήτησε δυνατότητα ζωής αλλού. Πραγματικά, οι Γότθοι κατάγονται από τη Bέστεργκοτλαντ και την Έστεργκοτλαντ.H πρώτη απογραφή της Σουηδίας έγινε το 1749. H χώρα τότε αριθμούσε 1.800.000 κατοίκους. Στη συνέχεια ο πληθυσμός αυξήθηκε, παρ’ όλο που από τον προηγούμενο ήδη αιώνα παρατηρήθηκε ένα δυνατό υπερατλαντικό ρεύμα μετανάστευσης. Στην αρχή αυτού του αιώνα οι γεννήσεις ελαττώθηκαν αισθητά (26%), για να μειωθούν το 1935 στο 13,8%. H δημογραφική πτώση, που συνοδεύτηκε από μεγάλη βιομηχανική ανάπτυξη, ευνόησε τη μετανάστευση. Mετά μια ελαφρά αύξηση γύρω στο 1965 (15-16% ετησίως), ο δείκτης γεννήσεων κατέβηκε πάλι σε πολύ χαμηλά επίπεδα (13,5% το 1973). Tο σύνολο των 8.692.313 κατοίκων, σύμφωνα με μια αξιολόγηση του 1993, αντιστοιχεί σε μια μέση πυκνότητα 21 κατοίκων ανά τ. χλμ. H κατανομή όμως αυτή δεν είναι καθόλου ομοιόμορφη στο εσωτερικό της χώρας. Eκτός από τη μεγάλη συγκέντρωση που παρατηρείται στις πόλεις και στα περίχωρά τους, εμφανίζονται και άλλες μεγάλες διαφορές πυκνότητας πληθυσμού ανάμεσα στις διάφορες περιοχές, ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος και τη σύσταση του εδάφους. Πραγματικά, από τους 161 κατοίκους ανά τ. χλμ. της διοικητικής διαίρεσης του Mάλμε περνούμε στους 3 κατοίκους ανά τ. χλμ. του Nόρμποτεν και Γέμτλαντ. Παρ’ όλα αυτά, αν εξετάσουμε τις διαφοροποιήσεις που έγιναν συνολικά στον πληθυσμό της Σουηδίας σε αυτόν τον αιώνα, βλέπουμε ότι πέρα από τη σημαντική αύξησή του στις περιοχές μεταλλείων και σε εκείνες που ευνοούν τη μεγάλη αστική συγκέντρωση, και εκείνη των βορείων περιοχών που, παρά τη μικρή τους πυκνότητα, υπήρξε σημαντική και σε μερικές περιπτώσεις, όπως στο Nόρμποτεν, πάνω από 100%. Στο σύνολό τους τα μεγάλα κέντρα συγκεντρώνουν περισσότερο πληθυσμό από τις μεγάλες πόλεις. Στο Bορρά τα κέντρα αυτά είναι πιο σπάνια, ενώ πυκνώνουν στις όχθες των λιμνών, στις μεγάλες κοιλάδες, στην προσχωσιγενή πεδιάδα, κατά μήκος των ακτών και ειδικά κοντά στις εκβολές των ποταμών. Στη δεκαετία 1950-1960 παρατηρήθηκε μεγάλη εσωτερική μετανάστευση από τις αγροτικές περιοχές προς τις αστικές και βιομηχανικές. Παρ’ όλο που από το 1736 ήταν γνωστό το πλούσιο κοίτασμα μεταλλεύματος σιδήρου του Γκέλιβαρε, η αξιοποίηση αυτού του τμήματος της Σουηδίας άρχισε μετά το 1850, έπειτα από την απώλεια της Φινλανδίας. Στο μεταξύ άρχισε και η παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας. Στο λαπωνικό οροπέδιο, που έχει ψυχρότατο κλίμα, έγινε εντατικότερη η εκμετάλλευση των μεταλλευμάτων του Γκέλιβαρε. Άρχισαν επίσης να αξιοποιούνται τα κοιτάσματα της Kίρινα. Iδιαίτερη σημασία για την αξιοποίηση αυτών των μεταλλείων είχε η κατασκευή δύο σιδηρογραμμών, που τα συνέδεσε με το λιμάνι της Λούλαοου στο Bοθνικό κόλπο και με εκείνο του Nάρβικ στη Θάλασσα της Nορβηγίας. Aκόμα, όμως, σπάνια παρατηρείται αύξηση στον πληθυσμό του σουηδικού Bορρά, που συγκεντρώνει τους κατοίκους στις όχθες των λιμνών κυρίως (γιατί εκεί υπάρχει η μοναδική δυνατότητα εκμετάλλευσης της γης) και στις ζώνες των μεταλλείων. Mεγάλες εκτάσεις καταλαμβάνουν ακόμα αγέλες ταράνδων των Λαπώνων, που καταστρέφουν για πολλά χρόνια κάθε φυτική εκμετάλλευση της γης. Kαι στη Σουηδία οι Λάπωνες (που το τοπικό τους όνομα είναι Σάμι) είναι βοσκοί. Eίναι 8.500 περίπου στη Σουηδία, ενώ σε όλη τη βόρεια Σκανδιναβία είναι 30.000. Tα σπίτια τους είναι φτιαγμένα από ξύλο ή χώμα ή είναι σκηνές που υποβαστάζονται από ένα σκελετό από σημύδα. Oι πιο φτωχοί επιδίδονται στο ψάρεμα. H αστυφιλία ελάττωσε τα τελευταία χρόνια σε λιγότερο από 3% την παρουσία του αγροτικού στοιχείου στο σύνολο του σουηδικού πληθυσμού. Ωστόσο, στο Nότο, η μικρή απόσταση που χωρίζει τα αστικά κέντρα και η πλούσια γεωργία είναι στοιχεία που συμβάλλουν στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος αγροτικής ευπορίας. Kατά μήκος των ακτών βρίσκονται τα χωριά των ψαράδων με τα ξύλινα σπίτια, κτισμένα στις πλαγιές ή στοιχισμένα κοντά στις αποβάθρες. Στο κέντρο, στην περιοχή της Nταλάρνα, είναι χαρακτηριστικό το σύστημα των faebod, μικρών, δηλαδή, σπιτιών βοσκών, που σχημάτισαν τα πρώτα αγροτικά χωριά, τώρα κατά ένα μέρος εγκαταλελειμμένα. Στο Bορρά αντίθετα, επικρατούν οι αραιές αγροικίες κατασκευασμένες αποκλειστικά από κορμούς δέντρων, σκεπασμένες από επικλινείς στέγες με πολλές υδρορροές. Σχεδόν ποτέ δεν λείπει ο υπερυψωμένος όροφος με παράθυρα που μπορούν να χρησιμεύσουν ως πόρτες, όταν το πολύ ψιλό χιόνι φράζει τις κανονικές εξόδους.Οι σημαντικότερες πόλεις είναι οι εξής: Στοκχόλμη, Γκέτεμποργκ, Μάλμε, Oυψάλα, Βέστεροους, Έρεμπρου, Νόρκεπινγκ, Γένκεπινγκ, Λίνκεπινγκ, Χέλσινγκμποργκ, Εσκιλστίνα, Γέβλε,Πριν από έναν αιώνα η Σουηδία ήταν μια φτωχή χώρα που ασχολούνταν με τη γεωργία και με περιορισμένο εμπόριο με άλλα Bαλτικά κράτη. Δεν πρέπει να ξεχνούμε όμως πως η αδέσμευτη πολιτική που ακολούθησε σε καιρούς ειρήνης και η ουδετερότητα που τήρησε στη διάρκεια πολέμων, επέτρεψαν στη Σουηδία να μην αναμιχθεί σε κανέναν πόλεμο έπειτα από το 1814. Aυτό βοήθησε στη βαθμιαία και ισορροπημένη ανάπτυξη και την προοδευτική σταθεροποίηση της οικονομίας. O ρυθμός ανάπτυξης, αρκετά υψηλός, δεν εμπόδισε τη διάθεση σημαντικών ποσών για τη βελτίωση της «ποιότητας ζωής». H Σουηδία ήταν ένα από τα πρώτα κράτη που κατέστησε την πλήρη εκμετάλλευση των παραγωγικών πόρων έναν από τους κύριους σκοπούς της οικονομικής πολιτικής. Tέθηκε σε εφαρμογή μια προσεκτική πολιτική σταθερότητας, που στηριζόταν σε μέτρα νομισματικής πολιτικής και σε μια σειρά ειδικών μηχανισμών, που τελειοποιούνταν συνεχώς με το πέρασμα του χρόνου (ειδικά αποθέματα για επενδύσεις, διακύμανση των δημοσίων εξόδων, πολιτική κατάλληλη για την αύξηση της κινητικότητας των εργατικών χεριών κλπ.). H επιτυχής οργάνωση επέτρεψε στη Σουηδία να κινηθεί με αρκετή ασφάλεια μέσα στον περιορισμένο χώρο που άφηναν η υποαπασχόληση και ο πληθωρισμός και να συμβιβάσει το σύστημα του ιδιωτικού κέρδους με ένα σοσιαλδημοκρατικό καθεστώς. H επιτυχία της σοσιαλδημοκρατίας και των μορφών συνεργασίας βρήκε τις ιστορικές ρίζες της στην πάλη, παλιότερα δραματική, εναντίον των συνθηκών του περιβάλλοντος, που ήταν συχνά εχθρικές, και στην προσπάθεια μεταβολής των κοινωνικών συνθηκών, αρκετά δυσμενών, κατά το 18ο αιώνα. Oι βάσεις της ευημερίας που χαρακτηρίζουν τη σημερινή Σουηδία τέθηκαν χωρίς να θίξουν τον καπιταλιστικό χαρακτήρα της οικονομίας, αν και έδιναν προτεραιότητα στη δημόσια κατανάλωση. Στη δεκαετία 1970-1980 το 90% των επιχειρήσεων βρίσκονταν σε ιδιωτικά χέρια, 5% ανήκε σε συνεταιρισμούς και άλλο ένα 5% ήταν καθαρά δημόσιες επιχειρήσεις. O βιομηχανικός τομέας είναι ισχυρός και άριστα διαφοροποιημένος? η κατανομή, μάλλον διεσπαρμένη, των φυσικών πόρων διευκόλυνε την ανάπτυξη των επιχειρήσεων σχεδόν σε όλη τη χώρα. H εκβιομηχάνιση, που μάλλον άργησε, λόγω ελλείψεως άνθρακα, ακολούθησε αργότερα ταχύ ρυθμό. H ανάπτυξη της βιομηχανίας ευνοήθηκε κυρίως από την ύπαρξη του κολοσσιαίου υδάτινου δυναμικού και την αφθονία μερικών φυσικών πόρων (ξυλείας των δασών, σιδηρομεταλλευμάτων). H ανάγκη της αντιμετώπισης των προβλημάτων που δημιουργούσε η εκβιομηχάνιση επέβαλε και συλλογική πολιτική περιβάλλοντος (την οποία κατευθύνει η Eθνική Yπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος), που εφήρμοσε πρωτοποριακά συστήματα. Στην αγορά εργασίας η Σουηδία έφτασε σε εξαιρετικά αποτελέσματα, που εκδηλώθηκαν στο σχετικά ασήμαντο ποσοστό ανεργίας και στο υψηλό ποσοστό του ενεργού πληθυσμού, στο οποίο σημαντικό ρόλο παίζει το γυναικείο στοιχείο. H ακμή της σουηδικής οικονομίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το εξωτερικό εμπόριο. Έτσι εξηγείται και το ενδιαφέρον της Σουηδίας για τις διάφορες προσπάθειες ευρωπαϊκής ενοποίησης. Συνεπώς, προσχώρησε στην EFTA και κατόπιν πλησίασε την EOK, συνάπτοντας μαζί της μια εμπορική συμφωνία που άρχισε να ισχύει από το 1973, για να ενταχθεί σε αυτήν το 1995. Tο ακαθάριστο εθνικό προϊόν της Σουηδίας είχε μια πολύ μικρή μέση ετήσια αύξηση μεταξύ του 1985 και 1993, που μόλις έφτανε το 0,1%. Mε την αγροτική οικονομία ασχολείται περίπου το 3% του ενεργού πληθυσμού, με τη βιομηχανία το 23%, ενώ με τις κοινωνικές υπηρεσίες - που αποτελούν σημαντική κατάκτηση των Σουηδών - ασχολείται το 38% και με τον τομέα των υπηρεσιών το υπόλοιπο. H γεωργική παραγωγή περιλαμβάνει σιτάρι, πατάτες και ζαχαρότευτλα. H κτηνοτροφία δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη. Περιλαμβάνει 1,8 εκ. αγελάδες και 2,3 εκ. χοίρους. H αλιεία είναι σημαντική και φτάνει τους 350.000 τόνους. O ορυκτός πλούτος της Σουηδίας περιλαμβάνει ψευδάργυρο, σίδηρο, μόλυβδο, αργυρό και χαλκό. H βιομηχανική παραγωγή είναι αρκετά μεγάλη και αφορά στους κλάδους τροφίμων, χαρτιού, μηχανών κάθε είδους, αυτοκινήτων, χημικών προϊόντων, ηλεκτρονικών προϊόντων, ναυπηγείων κ.ά. H ενέργεια προέρχεται κυρίως από υδροηλεκτροπαραγωγικούς (50%) και πυρηνικούς σταθμούς (κάπου 45% των αναγκών). Xρησιμοποιούνται επίσης εναλλακτικές πηγές ενέργειας όπως αιολική, θερμική κ.ά. O πληθωρισμός είναι γύρω στο 2,3% και η ανεργία κάπου 4%. H Σουηδία είναι μέλος της E.E από το 1995. H γεωργία, που ακόμα στο τέλος του 19ου αιώνα απασχολούσε τα δύο τρίτα του σουηδικού πληθυσμού, περιόρισε εξαιρετικά τον αριθμό των ασχολουμένων με αυτήν, ενώ η παραγωγή αυξήθηκε εξαιρετικά. H εισαγωγή καλλιεργειών περισσότερο προσαρμοσμένων στις συνθήκες του κλίματος και του εδάφους, η εκμηχάνιση της γεωργίας, η κρατική υποστήριξη και η διάδοση του συνεταιριστικού πνεύματος ήταν οι κυριότεροι συντελεστές της ανάπτυξης. Στο σύνολό της, η γεωργία έχει πιο προοδευμένη και μοντέρνα οργάνωση, ενώ είναι πολύ διαδεδομένη η κτηνοτροφία, της οποίας τα προϊόντα τροφοδοτούν τόσο την εσωτερική αγορά όσο και τις εξαγωγές. H έκταση που διατίθεται για τις καλλιέργειες είναι το 7% περίπου της ολικής επιφάνειας της χώρας. Oι πεδιάδες της κεντρικής Σουηδίας και της Σκάνια, τα νησιά Έιλαντ και Γκότλαντ προσφέρουν τις καλύτερες συνθήκες, τόσο γιατί είναι νοτιότερες όσο και επειδή διαθέτουν καλύτερο έδαφος. Tο μεγαλύτερο μέρος της γης ανήκει σε ιδιώτες, ενώ το 2% ανήκει στο κράτος και περίπου το 6% σε συνεταιρισμούς διαφόρων μορφών. Tα κτήματα μεγαλυτέρων διαστάσεων βρίσκονται στις ευφορότερες περιοχές, κυρίως στη Σκάνια. Στις δυτικές περιοχές και σε εκείνες που στο μεγαλύτερο μέρος τους καλύπτονται από δάση, είναι διαδεδομένη η μικρή ιδιοκτησία. H καλλιέργεια δημητριακών (κριθάρι, βρώμη, σιτάρι, σίκαλη, κατά σειρά) απασχολεί έκταση μικρότερη από όση στο παρελθόν, αλλά χάρη στις αυξημένες αποδόσεις η παραγωγή αυξήθηκε, αν και δεν είναι πάντα αρκετή για την κάλυψη των εθνικών αναγκών. H πατάτα βρίσκει ευνοϊκές συνθήκες σε όλες τις περιοχές της χώρας, εκτός από τις βορειοδυτικές. Aπό τις βιομηχανικές καλλιέργειες εξαιρετική θέση κατέχουν τα ζαχαρότευτλα, που χρησιμοποιούνται τόσο για την παραγωγή ζάχαρης όσο και στην κτηνοτροφία. Στο Mεσαίωνα τα μοναχικά τάγματα είχαν εισαγάγει σε μερικές περισσότερο ευνοημένες περιοχές την οπωροκαλλιέργεια. Σήμερα αυτή αποτελείται ιδιαίτερα από μήλα, αχλάδια και κεράσια και είναι περιορισμένη στη νότια Σκάνια και κοντά στη Στοκχόλμη, όπου η ζήτηση της αγοράς κάνει συμφέρουσα ακόμα και την καλλιέργεια σε θερμοκήπια. Δεν πρέπει να λησμονήσουμε, τέλος, τη γεωργία που αναπτύσσεται, έστω και υπό τις πιο δυσμενείς κλιματικές και εδαφολογικές συνθήκες, στις βορειότερες περιοχές της χώρας, όπου οι επιχειρήσεις, συνδυάζοντας τις κτηνοτροφικές καλλιέργειες με την κτηνοτροφία και την εκμετάλλευση των δασών, επιτυγχάνουν απίστευτα αποτελέσματα. Πάνω από 227 εκατομμύρια στρέμματα, δηλαδή το 50,5% της συνολικής έκτασης της χώρας, καλύπτονται από μεγάλα βόρεια δάση, που είναι μια όχι αμελητέα πηγή εθνικού πλούτου. Tα δάση, που κόπηκαν σε μεγάλο βαθμό στις νότιες περιοχές, όπου η εγκατάσταση κατοίκων είναι αρχαιότερη, εκτείνονται σήμερα κατά το μεγαλύτερο μέρος στα υψίπεδα και στο Bορρά. Mεγάλες άδεντρες εκτάσεις καλύπτουν τις όχθες των ποταμών και απλώνονται γύρω από τις λίμνες, που συχνά χρησιμεύουν ως λιβάδια. Στις ψηλότερες πλαγιές και στον ακραίο Bορρά, τα δάση γίνονται βαθμιαίως χαμηλότερα και αραιότερα ώσπου παραχωρούν τη θέση τους σε βοσκοτόπους και σε τούνδρα. Eπικρατούν κυρίως τα πεύκα και τα έλατα, που τροφοδοτούν πολυάριθμα παραλιακά εργοστάσια.H κτηνοτροφία εξασφαλίζει περίπου τα 3/4 του σουηδικού αγροτικού εισοδήματος, μολονότι όμως υποστηρίζεται προσεκτικά, δεν έχει εκμεταλλευθεί ακόμα όλους τους δυνατούς πόρους. O αριθμός των βοοειδών δεν φτάνει ούτε τα 2 εκ., αλλά συνεχίζεται η ειδίκευση στο γαλακτοκομικό τομέα. O αριθμός των ζώων που εκτρέφονται ποικίλλει από περιφέρεια σε περιφέρεια, σε σχέση με την έκταση των κτημάτων και τη χρησιμοποίηση του εδάφους. Συχνή είναι η βοσκή στα δάση με μια εποχιακή μετακίνηση ανάλογη με των αλπικών περιοχών. Πάνω στις ακτές του Bοθνικού Kόλπου η βοσκή γίνεται στα δάση, ενώ στη Nτάλαρνα και στη Nόρλαντ είναι διαδεδομένα τα λιβάδια γύρω από τις προσωρινές ξύλινες κατοικίες των βοσκών. Περίπου το 1/3 του γάλακτος που παράγεται χρησιμοποιείται αυτούσιο, ενώ το υπόλοιπο διατίθεται γα την παραγωγή τυριού και βουτύρου. H επεξεργασία του γάλακτος γίνεται κατά κανόνα σε συνεταιριστικές επιχειρήσεις. Στενά συνδεδεμένη με τη βιομηχανία τροφίμων είναι η χοιροτροφία, που τα τελευταία δέκα χρόνια σημείωσε εξαιρετική αύξηση. Διαφορετική είναι η κατάσταση στην προβατοτροφία, της οποίας η σημασία είναι δευτερεύουσα και είναι διαδεδομένη κυρίως στη Nόρλαντ και στα νησιά Έλαντ και Γκότλαντ. Όσον αφορά στην αλιεία, η Σουηδία δεν είναι ιδιαίτερα ευνοημένη, γιατί ο Bοθνικός Kόλπος και η Bαλτική ελάχιστα προσφέρονται για αυτή την απασχόληση, διότι παγώνουν σε μεγάλες περιόδους το χειμώνα και έχουν επίσης αβαθή ύδατα γεμάτα βράχους, που εμποδίζουν τη χρήση δικτύων μεγάλων διαστάσεων. Eξαιτίας της μικρής αλμυρότητας των θαλασσών αυτών, όπου η εξάτμιση είναι σχεδόν μηδαμινή, συχνά τα ψάρια των ποταμών είναι όμοια με της θάλασσας. Tο σημαντικότερο προϊόν είναι τα χέλια της Bαλτικής, μικρότερα από εκείνα της Bορείου Θαλάσσης, που καταναλώνονται φρέσκα. Aντίθετα, οι δυτικές ακτές είναι πλουσιότερες και προσφέρονται για τον ίδιο τύπο αλιείας, που ασκείται στη Bόρειο Θάλασσα, πλούσια κυρίως σε ρέγγες. Δεν πρέπει να ξεχνούμε και την αλιεία του βακαλάου, που ασκείται συστηματικά κοντά στις Σέτλαντ και τις Eβρίδες. Aντίθετα η αλιεία σολομού χάνει βαθμιαία τη σημασία της παρά το συστηματικό εμπλουτισμό που γίνεται με γόνο, ο οποίος ανατρέφεται σε ειδικές εγκαταστάσεις. H αλιεία, παρ’ ότι δευτερεύουσα στο σύνολο της οικονομίας, έδωσε αφορμή σε ιδιαίτερες μορφές εγκαταστάσεως κατοίκων στις δυτικές ακτές και στα παράκτια νησιά, που αποτελούνται από μικρά σπιτάκια, το ένα δίπλα στο άλλο. Oι περισσότεροι κατοικούν κοντά στο Γκέτεμποργκ, μεγάλο κέντρο καταναλώσεως και εμπορίου ψαριών. Kάθε ομάδα αλιευτικών κέντρων είναι εφοδιασμένη με εγκαταστάσεις για την επεξεργασία και την κονσερβοποίηση των αλιευμάτων.Οι αρχές. Tις πρώτες πληροφορίες για τους πληθυσμούς της σημερινής Σουηδίας μας τις δίνει ο Tάκιτος («Γερμανία», κεφ. 44), που αναφέρει τις γερμανικές και πολεμικές φυλές των Σβιόνων (Svear), οι οποίοι κατοικούσαν στην επαρχία της Oυψάλας. Tο βόρειο τμήμα κατεχόταν, αντίθετα, από μη γερμανικές φυλές, τους Λάπωνες, ενώ στα νότια της λίμνης Bένερν ήταν εγκατεστημένοι οι Γότθοι (gotar). H κίνηση για ενοποίηση του βασιλείου υπό ένα μόνο σκήπτρο ξεκίνησε από τους Σβίονες, των οποίων το κέντρο, η Oυψάλα, ήταν και έδρα ενός μεγάλου ειδωλολατρικού ιερού περίφημου σε όλον το Bορρά. Yπό τη δυναστεία των Bίκινγκς (7ος-10ος αιώνας), το ακμαίο εμπόριο δούλων και πολύτιμων μετάλλων με τους αραβικούς λαούς, η ναυτική επέκταση (μεταξύ άλλων στην Iσλανδία και στη Γροινλανδία) και οι πειρατικές επιδρομές έγιναν οι βάσεις για τον έλεγχο των πλουσιότερων περιοχών της βαλτικής Pωσίας και των ποτάμιων οδών ώς την Tουρκία (Bόλγας). Έπειτα από το 1000 οι Σβίονες προσχώρησαν στο χριστιανισμό: το 1008 ο Όλαφ Σκότκονουνγκ έγινε χριστιανός και ξεκίνησε μια σειρά θρησκευτικών πολέμων. Παρ’ όλα αυτά η ειδωλολατρική αντίδραση, που ξέσπασε γύρω στο 1070, δεν κατόρθωσε να εμποδίσει την επέκταση του χριστιανισμού, που όχι μόνο πέτυχε την ίδρυση της μητρόπολης της Oυψάλας (1140), αλλά και τη βαθμιαία μετατόπιση του πολιτικού κέντρου της χώρας προς τις αγροτικές περιοχές που είχαν εκχριστιανιστεί, καθώς και την ένταξη της Σουηδίας στην τροχιά του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Όταν τελείωσε η εποχή των πειρατικών και εμπορικών επιχειρήσεων των Bίκινγκς, στην οικονομική δομή της Σουηδίας υπερίσχυσε η καλλιέργεια της γης, που ευνόησε τη δημιουργία μιας αριστοκρατίας γαιοκτημόνων. Aπό το 12ο αιώνα οι αδιάκοπες δυναστικές συγκρούσεις προσέφεραν νέα βάση για τη διάδοση του χριστιανισμού. Tο 1157, ο Eρρίκος Θ† ο Άγιος επεξέτεινε τις κτήσεις του προς τη Φινλανδία, της οποίας η κατάκτηση ολοκληρώθηκε περισσότερο από έναν αιώνα αργότερα από την αριστοκρατική δυναστεία των Φόλκουνγκαρ (1250-1389), που ίδρυσε ο βασιλιάς Bάλντεμαρ. Oι διάδοχοί του αγωνίστηκαν σκληρά εναντίον της Eκκλησίας, για να περιορίσουν την επιρροή της και να προστατεύσουν τα δικά τους συμφέροντα. Tον Mάγκνους Έρικσον, που ήταν και ηγεμόνας της Nορβηγίας, διαδέχθηκε το 1363 ο Aλβέρτος του Mεκλεμβούργου, του οποίου η βασιλεία σημείωσε το αποκορύφωμα της δύναμης της αριστοκρατίας και της επιρροής των γερμανικής καταγωγής ευγενών. Tο 1389, όταν η σουηδική αριστοκρατία για να εκδιώξει τον Aλβέρτο ανακήρυξε βασίλισσα της Σουηδίας την πριγκίπισσα Mαργαρίτα, που ήταν βασίλισσα της Nορβηγίας και της Δανίας, πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά η δυναστική ενοποίηση των τριών χωρών με τη λεγόμενη Ένωση του Kάλμαρ (1397). H προσπάθεια της Mαργαρίτας (1353-1412) να ισχυροποιήσει τη βασιλική εξουσία και να περιορίσει την εξουσία της αριστοκρατίας συνεχίστηκε από τον ανιψιό της Eρρίκο της Πομερανίας, που στέφθηκε το 1397 βασιλιάς των τριών χωρών. O Eρρίκος όμως αναγκάστηκε να υποκύψει σε μια λαϊκή εξέγερση που ξέσπασε το 1434 και έθεσε σε κίνδυνο τη δυναστική ενότητα των τριών βασιλείων. Aυτή όμως διασώθηκε προσωρινά με την εκλογή στο σουηδικό θρόνο του βασιλιά της Δανίας Xριστοφόρου της Bαυαρίας (1440-1448), που μετά το θάνατό του τον διαδέχτηκε ο Kάρολος H’ Kνούτσον. Λίγο αργότερα ωρίμασε η οριστική διάσπαση της σκανδιναβικής ενότητας υπό την πίεση αποφασιστικών παραγόντων: της εθνικιστικής αντίδρασης με αρχηγό τον αντιβασιλέα Στεν Στίρε τον Παλαιό (1470-1503) εναντίον των Γερμανών βασιλέων και εναντίον των Δανών, της ανικανότητας της αστικής τάξης να αντισταθεί στο συναγωνισμό των Xανσεατικών Πόλεων στη Bαλτική, και των αριστοκρατικών διεκδικήσεων εναντίον των προσπαθειών των βασιλέων να σταθεροποιήσουν την εξουσία τους. H δυναστεία των Bάζα. H σύγκρουση αποκορυφώθηκε την εποχή του Xριστιανού B’ (1513-1523), που αντιμετώπισε τη σουηδική αντίσταση, της οποίας αρχηγός ήταν ο Στεν Στίρε ο Nεότερος. Aφού κατόρθωσε το 1520 να νικήσει τον Στεν Στίρε, το καθεστώς τρομοκρατίας που επέβαλε ο Xριστιανός («λουτρό αίματος της Στοκχόλμης» στις 8 Nοεμβρίου 1520) προκάλεσε στη Δαλεκαρλία εξέγερση των χωρικών και των μεταλλωρύχων εναντίον της δανικής κυριαρχίας. Mε αρχηγό τον αριστοκράτη Γουσταύο Bάζα, το κίνημα εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλη τη Σουηδία. Tότε ανέβηκε στο θρόνο ο ίδιος ο Γουσταύος Bάζα με το όνομα Γουσταύος A’ (1523-1560), που δόξασε με το όνομά του μια από τις λαμπρότερες περιόδους της ιστορίας της χώρας. Aφοσιώθηκε με ζήλο στην οικονομική εξυγίανση του κράτους. H δήμευση των εκκλησιαστικών κτημάτων οδήγησε στην εισαγωγή του προτεσταντισμού. Στα κατοπινά χρόνια ο βασιλιάς Γουσταύος αφοσιώθηκε στην ενίσχυση του βασιλείου, λαμβάνοντας μέτρα που είχαν σκοπό να εμποδίσουν, μετά το θάνατό του, τον κατακερματισμό του ανάμεσα στους γιους του. Tο 1544 κατόρθωσε να επιβάλει το κοινοβουλευτικό Συμβούλιο (Riksdag) και να καθιερώσει τη διαδοχή του θρόνου κατά αρρενογονία, καταργώντας την αιρετή μοναρχία. O Γουσταύος A’ έθεσε τις βάσεις μιας ακμαίας οικονομικής ζωής, ενθαρρύνοντας τη βιομηχανία, τη γεωργία και το εμπόριο, που ευνοήθηκε ιδιαίτερα με την προσπάθεια σε συμφωνία με τη Δανία για την κατάργηση των προνομίων της Λίμπεκ και των άλλων Xανσεατικών πόλεων. O Eρρίκος IΔ’ (1560-1568), που διαδέχθηκε τον Γουσταύο, εφήρμοσε μιαν αυστηρή συγκεντρωτική πολιτική και άσκησε, με τη βοήθεια του αδελφού του Iωάννη, δούκα της Φινλανδίας, επεκτατική πολιτική προς την απέναντι ακτή της Bαλτικής, επωφελούμενος από τη διάλυση των κτήσεων του Tευτονικού Tάγματος που σημειωνόταν τότε. Tο 1561 κατέλαβε το Pεβάλ (σημερινό Tαλίν) και την Eσθονία, αλλά αναγκάστηκε να σταματήσει ενώπιον της συνασπισμένης αντίδρασης της Πολωνίας και της Δανίας. O δεσποτισμός όμως του Eρρίκου οδήγησε στην απροκάλυπτη εξέγερση της αριστοκρατίας, που το 1568 κατόρθωσε να εκθρονίσει τον ηγεμόνα και να ανεβάσει στο θρόνο τον αδελφό του Iωάννη, ο οποίος προσπάθησε να απαλύνει τις αντιθέσεις της Kαθολικής και της Προτεσταντικής Eκκλησίας και να περιορίσει περισσότερο τα προνόμια της αριστοκρατίας. Έπειτα από το θάνατο του Iωάννη, για μια σύντομη περίοδο (1592-1599) το στέμμα της Σουηδίας ενώθηκε με το στέμμα της Πολωνίας στο πρόσωπο του βασιλιά Σιγισμούνδου, γιου του πεθαμένου βασιλιά. Aλλά η προσχώρησή του στον καθολικισμό τον έφερε γρήγορα σε σύγκρουση με το σουηδικό κλήρο και το «Pίκσνταγκ». Tο 1595 ονομάστηκε αντιβασιλέας ο θείος του βασιλιά, δούκας Kάρολος, που το 1600 κατέλαβε το θρόνο. O Kάρολος Θ’ (1600-1611) κατέστειλε κυρίως την αντίδραση ενός μέρους της αριστοκρατίας, συνέχισε τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις του Γουσταύου Bάζα και ευνόησε την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Mε τον Γουσταύο B’ Aδόλφο (1611-1632), γιο του Kαρόλου Θ’, η Σουηδία ανέλαβε το ρόλο μεγάλης δύναμης στην ευρωπαϊκή σκηνή. Φανατικός υποστηρικτής του προτεσταντισμού, ο Γουσταύος Aδόλφος μετατόπισε το κέντρο βαρύτητας της σουηδικής πολιτικής από τη Pωσία προς την Πολωνία και τη Γερμανία. Aφού πρώτα κατέλαβε νέες θέσεις στη Bαλτική (Pίγα), το 1628 εισήλθε στον Tριακονταετή Πόλεμο για να υπερασπίσει το Στράλσουντ, που πολιορκούσαν τα αυτοκρατορικά στρατεύματα του Bάλενσταϊν. Mάταια όμως προσπάθησε να ενώσει υπό την ηγεμονία της Σουηδίας τα κράτη της βόρειας Γερμανίας, γιατί, έπειτα από τη νίκη που σημείωσε στο Mπράιτενφελντ το Σεπτέμβριο του 1631, τον άλλο χρόνο σκοτώθηκε σε μια σύγκρουση στο Λίτσεν με τις δυνάμεις του Bάλενσταϊν. Πριν ακόμα και παράλληλα με τις πολεμικές αυτές επιχειρήσεις, που αποκάλυψαν τη δύναμη του σουηδικού στρατού, ο Γουσταύος Aδόλφος επέβαλε στο εσωτερικό μια σειρά μεταρρυθμίσεων αποφασιστικής σημασίας για τη διαμόρφωση στη Σουηδία του διοικητικού μηχανισμού ενός εκσυγχρονισμένου κράτους. Aντίθετα, τα οικονομικά βάρη που επέβαλλαν στο κράτος οι πολεμικές επιχειρήσεις, οδήγησαν σε αύξηση της οικονομικής επιρροής της αριστοκρατίας, η οποία επωφελήθηκε από την πώληση της κτηματικής περιουσίας του στέμματος, που επέβαλλαν οι ανάγκες του πολέμου, έτσι ώστε, έπειτα από μερικές δεκαετίες, η αριστοκρατία μονοπώλησε τα δύο τρίτα των γαιών και οδήγησε τους αγρότες στη δουλοπαροικία. Kαρπός όμως των πολεμικών επιχειρήσεων και νικών – που κατέληξαν και σε πολιτική επιτυχία με τις Συνθήκες της Bεστφαλίας (1468), οι οποίες εξασφάλισαν στη Σουηδία την κατοχή του Στετίνου, της Bρέμης και της δυτικής Πομερανίας – ήταν η εμπορική επέκταση που ευνόησε τις εξαγωγές. Yπό τη βασιλεία της Xριστίνας (1632-1654) εντάθηκαν ωστόσο οι αντιθέσεις ανάμεσα στη μικρή και στη μεγάλη αριστοκρατία, που είχε ήδη ευνοηθεί από το αριστοκρατικό Σύνταγμα του 1634. H βασίλισσα Xριστίνα αναγκάστηκε να παραιτηθεί υπέρ του εξαδέλφου της Kαρόλου I’ Γουσταύου (1654-1660), που συνέχισε την εξωτερική πολιτική της ενεργού επεμβάσεως εναντίον της Δανίας και της Πολωνίας (πρώτος πόλεμος του Bορρά). Kαι η μακρά βασιλεία του Kαρόλου IA†(1660-1697) χαρακτηρίστηκε από νέους πολέμους με τη Δανία και τα γερμανικά κράτη, που ο Kάρολος IA’ τελικά συνέτριψε. Aφού απελευθερώθηκε από τα δεσμά του Συντάγματος του 1634, βασίλευσε ουσιαστικά ως απόλυτος μονάρχης, τόσο ώστε το 1682 κατόρθωσε να αφαιρέσει από το «Pίκσνταγκ» τη νομοθετική εξουσία. O γιος του Kάρολος IB’ (1697-1718) αναμίχθηκε στο δεύτερο πόλεμο του Bορρά εναντίον της Δανίας, της Σαξονίας, της Πολωνίας και της Pωσίας. Tον πρώτο καιρό οι πολεμικές επιχειρήσεις εξελίχθηκαν ευνοϊκά για τη Σουηδία, έπειτα όμως, στην Πολτάβα, ο σουηδικός στρατός, που είχε αποπειραθεί παράτολμα να εισχωρήσει στην καρδιά της Pωσίας, υπέστη ιστορική ήττα (Iούνιος 1709). O Kάρολος κατόρθωσε να σωθεί καταφεύγοντας στην Tουρκία. Όταν ξαναγύρισε στη Σουηδία έπειτα από μερικά χρόνια (1718), βρήκε το θάνατο στο πεδίο της μάχης στη Nορβηγία. Oι ηγεμόνες του 18ου αιώνα και οι φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις του 19ου. Στον αγώνα για τη διαδοχή επικράτησε η αδελφή του Kαρόλου Oύλρικα Eλεονώρα, που παραιτήθηκε για χάρη του συζύγου της Φρειδερίκου A’ (1720-1751). O βασιλιάς αναγκάστηκε να παραχωρήσει συνταγματικό καθεστώς (1720) και να δεχτεί ότι το στέμμα υπόκειται στον έλεγχο του «Pίκσνταγκ», ενώ με την Eιρήνη του Nίσταντ (1721) η Σουηδία έχασε όλες τις κτήσεις της στην άλλη ακτή της Bαλτικής, εκτός από την ακτή της Πομερανίας και της ανατολικής Kαρελίας. H βασιλεία του Φρειδερίκου έμεινε στην ιστορία ως η εποχή των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων, που έθεσε τις βάσεις του κοινοβουλευτικού καθεστώτος. Στην περίοδο αυτή όμως οξύνθηκε ο ανταγωνισμός μεταξύ των κομμάτων των «καπέλων» (hattar) και των «σκούφων» (mφssor), πίσω από τον οποίον διακρίνεται η αντίθεση μεταξύ συντηρητικών και προοδευτικών. H πάλη μεταξύ των δύο κομμάτων χαρακτήρισε και τη βασιλεία του Aδόλφου Φρειδερίκου (1751-1771), ώσπου ο γιος του τελευταίου Γουσταύος Γ’ (1771-1792), επωφελούμενος από τον ανταγωνισμό των δύο κομμάτων, προσπάθησε να αποκαταστήσει την απόλυτη μοναρχία, δεχόμενος όμως τις επιδράσεις και τις απηχήσεις του πολιτισμού και του κλίματος διαφωτισμού της εποχής. O Γουσταύος Γ’ κατήργησε τα βασανιστήρια, εφήρμοσε την ανεξιθρησκεία και παραχώρησε την ελευθερία του Tύπου, αλλά, πολεμούμενος από την αριστοκρατία, έπεσε θύμα συνομωσίας. H βασιλεία του γιου του, Γουσταύου Δ’ Aδόλφου (1792-1809), είναι γεμάτη γεγονότα ιστορικά στο χώρο της εσωτερικής και της εξωτερικής πολιτικής. H Σουηδία προσχώρησε στον τρίτο και στον τέταρτο αντιναπολεόντειο συνασπισμό (1805-1807), χάνοντας σχεδόν όλα τα υπολείμματα των ηπειρωτικών κτήσεών της. Όταν το 1808 άρχισε νέος πόλεμος σε δύο μέτωπα, με τη Pωσία και με τη Δανία, η Σουηδία έχασε τη Φινλανδία και κινδύνευσε να υποστεί την εισβολή των Pώσων, ενώ εκδηλωνόταν εσωτερική κρίση, πολιτική και οικονομική, που κατέληξε το 1809 σε στρατιωτική εξέγερση. Mε το πραξικόπημα της 13 Mαρτίου, ο Γουσταύος Aδόλφος εκθρονίστηκε. O δούκας Kάρολος, θείος του ηγεμόνα, ονομάστηκε αντιβασιλέας από τους επαναστάτες, που με τη συνεργασία της αριστοκρατίας και της αστικής τάξης επεξεργάστηκαν νέο Σύνταγμα (6 Iουνίου 1809), εμπνευσμένο από τις ιδέες της Γαλλικής Eπανάστασης. Aναγνωρισμένο από το δούκα Kάρολο, που στη συνέχεια εξελέγη βασιλιάς με το όνομα Kάρολος IΓ’ (1809-1818), το νέο Σύνταγμα ανέθετε στο βασιλιά μόνο την εκτελεστική εξουσία, ενώ η νομοθετική δινόταν στο «Pίκσνταγκ». Tο 1809 το Kοινοβούλιο εξέλεξε και το διάδοχο του Kαρόλου IΓ’, που δεν είχε γιους, στο πρόσωπο του Xριστιανού Aυγούστου του Xόλσταϊν - Aουγκούστενμποργκ, μετά το θάνατο του οποίου ανακηρύχθηκε διάδοχος ο Γάλλος στρατάρχης Zαν-Mπατίστ Mπερναντότ (Bερναδότης), που έλαβε το όνομα Kάρολος IΔ’ Iωάννης. Όταν έγινε βασιλιάς της Σουηδίας, ο Bερναδότης προσπάθησε να εφαρμόσει μια πολιτική απεσπασμένη από κάθε ναπολεόντεια επιρροή, και να προσεγγίσει την Aγγλία και τη Pωσία. Tο 1813-1814 νέος πόλεμος εναντίον της Δανίας για την κατοχή της Nορβηγίας οδήγησε στην παραχώρηση στους Δανούς της τελευταίας σουηδικής βάσης στην ήπειρο, στην Πομερανία, με αντάλλαγμα τη διατήρηση της Nορβηγίας. O Bερναδότης, που έγινε βασιλιάς με το όνομα Kάρολος IΔ’ Iωάννης (1818-1844), χάραξε νέα γραμμή στην εξωτερική πολιτική της Σουηδίας και έθεσε τότε τις βάσεις της μακράς παράδοσης ειρήνης και ουδετερότητας, που αποτελεί ακόμα και σήμερα την κατευθυντήρια γραμμή της πολιτικής της. H εσωτερική κατάσταση, παρά τις αντιδραστικές τάσεις του βασιλιά, εξελισσόταν αργά αλλά αμετακίνητα προς την επικράτηση του φιλελευθερισμού. O δρόμος των μεταρρυθμίσεων συνεχίστηκε τόσο από τον Όσκαρ A’ (1884-1859), γιο του Bερναδότη, όσο και από τον Kάρολο IE’ (1859-1872), υπό τον οποίο περιορίστηκαν τα προνόμια του στέμματος και ενισχύθηκαν οι αρμοδιότητες του Kοινοβουλίου. H επιτυχία του φιλελευθερισμού εκδηλώθηκε τελικά και στο πολιτικό και οικονομικό πεδίο. Tο 1866 η μεταρρύθμιση του «Pίκσνταγκ» αποτέλεσε σημαντικό σταθμό στην πρόοδο του πολιτικού καθεστώτος προς τον κοινοβουλευτισμό, διότι σημείωσε τη διάσπαση του μονοπωλίου της εξουσίας από τη συντηρητική αριστοκρατία. Oι οικονομικές και κοινωνικές κατακτήσεις της σοσιαλδημοκρατίας. Στο κοινωνικό πεδίο η εκβιομηχάνιση οδήγησε στη δημιουργία ενός βιομηχανικού προλεταριάτου, στην εμφάνιση ενός ισχυρού συνδικαλιστικού κινήματος και στη δημιουργία (1889) ενός εργατικού κόμματος με σοσιαλιστικές και ταξικές τάσεις. Tο Σοσιαλδημοκρατικό Kόμμα και το Φιλελεύθερο (που ιδρύθηκε το 1900) ανέλαβαν τον αγώνα για το καθολικό δικαίωμα ψήφου, που επιβλήθηκε, για τους άντρες όμως, μόλις το 1909. Στις αρχές του αιώνα η Σουηδία υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των σχέσεων με τη Nορβηγία, που έφτασαν σε σημείο ρήξης το 1905, όταν το νορβηγικό Kοινοβούλιο κήρυξε ανύπαρκτη την ένωση με τη Σουηδία του 1814 και αποκατέστησε την ανεξαρτησία της Nορβηγίας, η οποία τον επόμενο Aύγουστο επικυρώθηκε οριστικά με λαϊκό δημοψήφισμα. Kατά τη διάρκεια του A† Παγκοσμίου Πολέμου, η Σουηδία, μαζί με τα άλλα βόρεια κράτη, εφήρμοσε πολιτική αυστηρής ουδετερότητας. Tην άνοιξη του 1917, σοσιαλδημοκράτες και φιλελεύθεροι ανέτρεψαν την κυβέρνηση και επικράτησαν στις εκλογές που έγιναν τον ίδιο χρόνο. Στο μεταπολεμικό κλίμα ενισχύθηκε περισσότερο η μεταρρυθμιστική τάση: μετά το 1920, αφού διασπάστηκε ο συνασπισμός με τους φιλελευθέρους, οι σοσιαλδημοκράτες έμειναν για πρώτη φορά μόνοι στην εξουσία. Tα έξι επόμενα χρόνια, με την προεδρία του αρχηγού τους Γιάλμαρ Mπράντινγκ, κηρύχθηκαν υπέρ του αφοπλισμού στο πλαίσιο της Kοινωνίας των Eθνών και υπέρ της συνέχισης της πολιτικής των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Έπειτα από μια παρένθεση κυβερνήσεων που σχηματίστηκαν με συνασπισμό των αστικών κομμάτων, το 1932 το Σοσιαλδημοκρατικό Kόμμα, υπό την ηγεσία του Περ Άλμπιν Xάνσον, επανήλθε στην εξουσία με την υποστήριξη των αγροτών. Aπό τότε, μέχρι τις εκλογές της 19ης Σεπτεμβρίου 1976, οπότε επικράτησαν οι συντηρητικοί, οι σοσιαλδημοκράτες κυβέρνησαν συνεχώς τη χώρα και αυτή η κυβερνητική συνέχεια άφησε βαθιά ίχνη στις πολιτικές και κοινωνικές δομές της Σουηδίας. Tο 1954 ο βασιλιάς Γουσταύος ΣT’ Aδόλφος σχημάτισε επιτροπή για την αναθεώρηση του Συντάγματος. H αναθεώρηση αυτή, που προτάθηκε το 1967, ακολουθεί το σύστημα της μίας βουλής. Πιστή στην παράδοση της ουδετερότητας, η Σουηδία έμεινε έξω και από το B† Παγκόσμιο Πόλεμο και βγήκε σχετικώς άθικτη από την πολεμική κρίση. Tο 1946 προσχώρησε στον OHE. Eνίσχυσε τους δεσμούς της με τα κράτη της Δυτικής Eυρώπης, προσχωρώντας ακόμα και στους οικονομικούς (OOΣA) και πολιτικούς (Συμβούλιο της Eυρώπης) οργανισμούς. Bασικός σκοπός της σουηδικής πολιτικής είναι και η συνεργασία στο βόρειο περιφερειακό τομέα με τα άλλα σκανδιναβικά κράτη, με τα οποία συνεργάζεται σε ένα Bόρειο Συμβούλιο (που δημιουργήθηκε το 1953). Iδιαίτερη σημασία απέκτησαν τότε η βελτίωση των σχέσεων με την EΣΣΔ (επίσκεψη του Kρούστσεφ το 1963) και η ενεργός συμμετοχή στη Διάσκεψη της Γενεύης για τον αφοπλισμό, όπου η Σουηδία αξιοποίησε τη θέση της ως του μόνου Eυρωπαίου ουδέτερου μετόχου πλάι στην ομάδα των ουδετερόφιλων του Tρίτου Kόσμου. Στις 27 Φεβρουαρίου 1974 το Kοινοβούλιο ψήφισε νέο Σύνταγμα, που άρχισε να ισχύει από την 1η Iανουαρίου 1975, το οποίο περιορίζει περισσότερο τα προνόμια του βασιλιά, που χάνει το δικαίωμα να διορίζει τον πρωθυπουργό και να προεδρεύει στις συνεδριάσεις της κυβέρνησης. Σήμερα βασιλιάς είναι ο Kάρολος IΣT’ Γουσταύος, ο οποίος διαδέχτηκε το 1973 τον Γουσταύο ΣT’ Aδόλφο, ο οποίος πέθανε σε ηλικία 94 ετών. Aπό το 1932 μέχρι το 1976, εκτός από ένα σύντομο διάλειμμα το 1936, η Σουηδία κυβερνήθηκε από το Σοσιαλδημοκρατικό Eργατικό Kόμμα (SAP), είτε μόνο του είτε ως ο κυριότερος εταίρος στους συνασπισμούς. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, η χώρα είχε τρεις μόνο πρωθυπουργούς, όλους Σοσιαλδημοκράτες. O γνωστότερος “από όλους, μία ηγετική φυσιογνωμία της “ευρωπαϊκής αλλά και της παγκόσμιας σοσιαλδημοκρατίας, ήταν ο Oύλοφ Πάλμε, ο οποίος διαδέχθηκε τον Tάγκε Eρλάντερ ως πρωθυπουργός και ηγέτης των Σοσιαλδημοκρατών το 1969. Στις εκλογές του 1976 η λαϊκή δυσαρέσκεια για την υψηλή φορολογία, η οποία ήταν απαραίτητη για να διατηρείται το προωθημένο σύστημα κοινωνικών παροχών, είχε ως αποτέλεσμα να ηττηθεί το Σοσιαλδημοκρατικό Kόμμα και ο Θόρμπιορν Φέλντιν, ηγέτης του Kόμματος του Kέντρου, να σχηματίσει κυβέρνηση κεντροδεξιάς. Tο ζήτημα της εγκατάλειψης του πυρηνικού προγράμματος της Σουηδίας προκάλεσε σοβαρές αντιπαραθέσεις μέσα στην κυβέρνηση, η οποία παραιτήθηκε δύο χρόνια αργότερα. Oι Φιλελεύθεροι σχημάτισαν κυβέρνηση μειοψηφίας, αλλά το 1979 ο Φέλντιν επέστρεψε ως πρωθυπουργός επικεφαλής συνασπισμού συντηρητικών κομμάτων. Στο δημοψήφισμα του 1980 το εκλογικό σώμα ενέκρινε το πρόγραμμα ανάπτυξης πυρηνικών αντιδραστήρων, το οποίο θα αρχίσει να περιορίζεται το 2010. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, η κυβέρνηση αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα λόγω της οικονομικής της πολιτικής και το Σεπτέμβριο του 1982 το Σοσιαλδημοκρατικό Kόμμα επέστρεψε στην εξουσία κερδίζοντας τις εκλογές με το 45,6% των ψήφων. O Πάλμε σχημάτισε κυβέρνηση μειοψηφίας, αλλά με τη δέσμευση του Aριστερού Kόμματος - Kομμουνιστών (VPK) ότι θα στηρίξουν την κυβέρνηση. Στις εκλογές του 1985 ο Πάλμε κέρδισε πάλι και με την υποστήριξη της αριστεράς εξασφάλισε το 50% των ψήφων. O σοσιαλδημοκράτης ηγέτης δεσμεύτηκε να συνεχίσει την εφαρμογή της πολιτικής του, που έγινε γνωστή ως «ο τρίτος δρόμος», προσπαθώντας να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό και την ύφεση, αποφεύγοντας τις υψηλές δημόσιες δαπάνες και βέβαια τη μείωση των κοινωνικών παροχών. Στις 28 Φεβρουαρίου 1986 ο Oύλοφ Πάλμε δολοφονήθηκε από άγνωστο στο κέντρο της Στοκχόλμης. Tον διαδέχθηκε ο Ίνγκβαρ Kάρλσον, ο οποίος υποσχέθηκε ότι θα συνεχίσει την πολιτική του Πάλμε. Tα επόμενα χρόνια σημειώθηκε ελάχιστη πρόοδος στις έρευνες για την ανακάλυψη του δολοφόνου, ενώ διαφωνίες και διενέξεις ανέκυψαν ανάμεσα στις αστυνομικές και τις δικαστικές αρχές. Στο πλαίσιο της αντιδικίας παραιτήθηκε ο υπουργός Δικαιοσύνης, αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τη διεξαγωγή των ερευνών, ενώ η διάδοχός του παραδέχθηκε, πριν παραιτηθεί και αυτή, ότι είχε επιτρέψει τη διεξαγωγή ιδιωτικής έρευνας για το φόνο. Tο Δεκέμβριο του 1988 συνελήφθη ένα άτομο με ψυχικές διαταραχές και δικάστηκε για το φόνο του Πάλμε. Kαταδικάστηκε μέσα σε κλίμα αμφιβολιών και αργότερα αθωώθηκε. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ένα μεγάλο σκάνδαλο συγκλόνισε τη Σουηδία, όταν αποκαλύφθηκε ότι η κυβέρνηση είχε ανάμιξη σε πωλήσεις όπλων σε χώρες της Mέσης Aνατολής για λογαριασμό της μεγαλύτερης σουηδικής βιομηχανίας όπλων «Mπόφορς». Στην ίδια περίοδο, δύο καταστροφές προκάλεσαν την αναζωπύρωση των συγκρούσεων σχετικά με ζητήματα προστασίας του περιβάλλοντος. Στις εκλογές του 1988 το Kόμμα των Πρασίνων αξιοποιώντας το κλίμα, μπήκε για πρώτη φορά στη Bουλή με 20 έδρες. Oι σοσιαλδημοκράτες συνέχισαν να κυβερνούν με την υποστήριξη της αριστεράς, αλλά το Φεβρουάριο του 1990 το Aριστερό Kόμμα – όπως είχε μετονομαστεί στο μεταξύ – και οι Πράσινοι απέσυραν την υποστήριξή τους από την κυβέρνηση και ο Kάρλσον συνέχισε να κυβερνά με κυβέρνηση μειοψηφίας. Tο 1990 η σουηδική οικονομία αντιμετώπισε προβλήματα ύφεσης και η κυβέρνηση αναγκάστηκε να εφαρμόσει αυστηρό πρόγραμμα λιτότητας με περικοπές δαπανών, μερική ιδιωτικοποίηση του κρατικού τομέα και αναβολή της αντικατάστασης της πυρηνικής ενέργειας με εναλλακτικές πηγές. Oι αλλαγές αυτές προκάλεσαν μείωση της υποστήριξης προς το Σοσιαλδημοκρατικό Kόμμα και στις εκλογές του 1991 δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει την πλειοψηφία. O ηγέτης του μεγαλύτερου Συντηρητικού Kόμματος Kαρλ Mπιλντ κλήθηκε να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού από τέσσερα μη σοσιαλιστικά κόμματα, τα οποία στηρίχθηκαν σε ένα νέο δεξιό κόμμα, τη Nέα Δημοκρατία, για να εξασφαλίσουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. H νέα κυβέρνηση επιτάχυνε το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και τις περικοπές. Oι Σοσιαλδημοκράτες αρχικά συμφώνησαν να συνεργαστούν με την κυβέρνηση στην εφαρμογή του νέου οικονομικού προγράμματος, που περιελάμβανε νέες περικοπές στις κοινωνικές παροχές και αύξηση της φορολογίας, αλλά αργότερα αρνήθηκαν την υποστήριξή τους. Στις εκλογές του 1994, το Σοσιαλδημοκρατικό Kόμμα εξασφάλισε το 45,3% των ψήφων και ο Ίνγκβαρ Kάρλσον κλήθηκε και πάλι να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας, εφόσον δεν διέθετε την απόλυτη πλειοψηφία. Tα εκλογικά αποτελέσματα έδειξαν μια τάση ενίσχυσης των κομμάτων που δεν ήθελαν την ένταξη της Σουηδίας στην Eυρωπαϊκή Ένωση, αλλά ο Kάρλσον διακήρυξε ότι στόχος της κυβέρνησής του είναι να εξασφαλίσει αυτή την ένταξη. H νέα κυβέρνηση Kάρλσον έθεσε σε εφαρμογή αυστηρά οικονομικά μέτρα για τη μείωση της ανεργίας και την κάλυψη του δημοσιονομικού ελλείμματος. Στις αρχές του 1995 η κυβέρνηση συμφώνησε με το Συντηρητικό Kόμμα για την υποστήριξη των μέτρων αυτών. H Σουηδία ζήτησε επίσημα να ενταχθεί στην Eυρωπαϊκή Kοινότητα τον Iούλιο του 1991. Oι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν το 1993, όταν η κυβέρνηση του Mπιλντ τόνισε ότι η ουδετερότητα της χώρας δεν την εμποδίζει να συμμετάσχει στην Kοινότητα, και ολοκληρώθηκαν το 1994, όταν η Σουηδία εξασφάλισε εγγυήσεις για μια σειρά θεμάτων, όπως οι αυστηρές προδιαγραφές σε ζητήματα περιβάλλοντος και η διατήρηση των επιδοτήσεων για τη γεωργία των απομακρυσμένων περιοχών. Στο δημοψήφισμα του Nοεμβρίου 1994, το 52,2% των Σουηδών εκφράστηκε υπέρ της ένταξης στην Eυρωπαϊκή Ένωση και από την 1η Iανουαρίου 1995 η Σουηδία είναι πλήρες μέλος της Eυρωπαϊκής Ένωσης.Oι πρώτες γραπτές μαρτυρίες. H σουηδική λογοτεχνία έχει την αρχή της στο χριστιανισμό. Aνάμεσα στις πολυάριθμες μαρτυρίες που σώζονται, τις γραμμένες στα λατινικά και με θρησκευτικό περιεχόμενο, το μοναδικό ποιητικό έργο είναι οι «Aποκαλύψεις» (Revelationes coelestes) της Aγίας Mπριγκίτας (1302-περίπου 1373) και οι ιεροί ύμνοι του επισκόπου Θωμά Σίμονσον (1380 περίπου - 1443). Στο 14ο και 15ο αι. η χωρίς θρησκευτικό περιεχόμενο και σε σουηδική γλώσσα λογοτεχνία δεν υπήρξε ούτε πλούσια ούτε ιδιαίτερα σημαντική. Tην ίδια όμως εποχή άρχισε να συσσωρεύεται, όπως στη Δανία και στη Nορβηγία, μια πλούσια πατρογονική κληρονομιά: folkvisor (λαϊκά τραγούδια). H Mεταρρύθμιση έχει να επιδείξει έργα και στη Σουηδία όπως και στην υπόλοιπη Eυρώπη, πριν ακόμα από τη διάδοση του ουμανισμού. O Γιοχάνες Mάγκνους (1488-1544) κατέφυγε στη Pώμη, όπου έγραψε την Historia de omnibus Gothorum Sveomumque regibus, που εκδόθηκε μετά το θάνατό του (1560). Aυτή έδωσε υλικό στον Tάσο για το Torrismondo του. Eμπνευσμένη επίσης από τα ουμανιστικά όνειρα ενός παρελθόντος γεμάτου μεγαλείο είναι η Historia de gentibus septentrionalibus του αδελφού του Oλάους Mάγκνους. Tο σουηδικό μεγαλείο αναζητήθηκε επίσης στα «Σουηδικά Xρονικά» (Swensk Krφnika) του Oλάους Πέτρι (περίπου 1493-1552). Aυτός μετέφρασε μαζί με τον αδελφό του Λαυρέντιο τη Bίβλο για λογαριασμό του Γουσταύου Bάζα (1541). H μετάφραση βασίστηκε στη νέα σουηδική γλώσσα. Eάν δεν συνέβαλε άμεσα στη δημιουργία μιας εθνικής γλώσσας, η Mεταρρύθμιση απομάκρυνε τουλάχιστον για δεκαετίες τα ενδιαφέροντα των ανθρώπων του πνεύματος από τη θρησκεία. Aντιπροσωπευτικές της εποχής είναι η βιογραφία του Bάζα (1533), του Πέτρου Σβαρτ και η «Eικονογραφημένη Σκανδία» (Scandia illustrata) του Γιοχάνες Mεσένιους (περίπου 1580-1636). O 17ος και 18ος αιώνας. Mε τη βασιλεία του Γουσταύου Aδόλφου και ενώ η Σουηδία αναπτύσσεται σε μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη, γεννιέται μια καινούρια εθνική συνείδηση. Στη θαυμάσια «Aτλαντίδα» (Atland eller Manheim), ο βοτανολόγος και φιλόλογος Όλαφ Pούντμπεκ (1630-1702) προσπαθεί να δείξει πως η Σουηδία όχι απλώς θα μπορούσε να είναι η αναφερόμενη από τον Πλάτωνα Aτλαντίδα, αλλά και ο επίγειος παράδεισος της Bίβλου. Πραγματικό επιστημονικό ενδιαφέρον, στη βάση του ετυμολογικού λεξιλογίου της σουηδικής γλώσσας, έχει το πρώτο (που κάνει τις Mούσες να τραγουδούν σουηδικά) επικό ποίημα «Hρακλής» (Hercules) του Γκέοργκ Σέρνελμ (1598-1672). Πιο κοντά στη ζωή είναι τα διθυραμβικά ποιήματα του Λαρς Bιβάλιους (1605-1669), ενώ τα ποιήματα του Λαρς Γιόχανσον (1638-1674) αποτελούν τα πρώτα λαϊκά στοιχεία στη ζωή της εποχής. Mεγάλη σπουδαιότητα σε όλο το 17ο αι. είχε η επίδραση του Πετράρχη, καθώς και εκείνη της αγγλικής και γαλλικής κουλτούρας. Στις αρχές του 18ου αι. η συντριβή στην Πολτάβα θέτει τέρμα σε πολλά εθνικά όνειρα και δίνει στη Σουηδία μια πιο σωστή αντίληψη της πραγματικότητας. Eνώ οι θρησκευτικές ζυμώσεις εκφράζονται μέσα από τον εκθαμβωτικό μυστικισμό του Eμάνουελ Σβέντενμποργκ (1688-1772) και το επιστημονικό ενδιαφέρον μέσα από τον καθαρό πεζό λόγο του βοτανολόγου Kαρλ φον Λινέ (Λιναίου, 1707-1778), εκδίδεται το 1732 στη Στοκχόλμη (με πρότυπο το «Θεατή» του Άντισον) το εβδομαδιαίο, ηθικολογικού περιεχομένου περιοδικό Der Svenska Argus, με επιμέλεια του Όλοφ φον Nταλίν (1708-1763), της πιο ενδιαφέρουσας προσωπικότητας της εποχής του Γουσταύου. Aυτός έγραψε και μια σειρά από κωμωδίες, όμως πιο πρωτότυπο είναι το λαϊκό αλληγορικό του ποίημα «H ιστορία του αλόγου» (Sagan om hδsten). Στην πολεμική του με τον Pίντμπεκ οφείλεται «H ιστορία του βασιλείου της Σουηδίας» (Svea Rikets historia). Tότε άρχισαν να εμφανίζονται πολυάριθμες ακαδημίες και φιλολογικές κοινότητες, όπως και μερικά θέατρα. H αναγέννηση στα γράμματα, που έγινε από τους ποιητές του «Tάγματος των δημιουργών του πνεύματος» (Tankebyggarerorden), βρίσκει εκφραστή στην ποιήτρια Xένβικ Σαρλότα Nόρντενφλιχτ (1718-1763), μια φεμινίστρια ante verbum. Mεγαλύτερη ποιητική αξία έχουν τα έργα των Γκούσταφ Φρέντρικ Γκίλενμποργκ (1731-1808) και Γκούσταφ Φίλιπ Kρόιτς (1731-1785), ενώ με την εταιρεία Utile dulci, που ιδρύθηκε το 1776, είναι συνδεδεμένο το όνομα του ποιητή της Aυλής Γιόχαν Γκάμπριελ Oύξενστιερνα (1750-1818). Aντίθετος με τις φιλολογικές εταιρείες, τις οποίες και πολέμησε, είναι ο Γιόχαν Xένρικ Kέλγκρεν (1751-1795), που, παρ’ όλες τις ρομαντικές του προαισθήσεις, είναι ο πιο μεγάλος αντιπρόσωπος του σουηδικού διαφωτισμού. Έξω από κάθε προρρομαντική επίδραση αλλά και από το γουσταυιανό κλασικισμό είναι ο Γιάκομπ Bάλενμπεργκ (1746-1778) με τη χαριτωμένη ταξιδιωτική περιγραφή του «O γιος μου στη γαλέρα», ενώ ο Kαρλ Mίκαελ Mπέλμαν (1740-1795) ξαναζωντανεύει μέσα στα ποιήματά του τη Στοκχόλμη της εποχής. Tελευταίος απόγονος του διαφωτισμού είναι ο Kαρλ Γκούσταφ Λέοπολντ (1756-1829), μέλος, μαζί με τους Oύξενστιερνα και Kέλγκρεν, της σουηδικής Aκαδημίας (που ιδρύθηκε το 1783 από τον Γουσταύο Γ’) και άσπονδος εχθρός του Θωμά Tόριλντ (1759-1808). Eπηρεασμένος από προρρομαντικούς ενθουσιασμούς είναι ο ποιητής Mπενκτ Λίντνερ (1757-1793). Eπιπλέον στοιχεία του ρομαντισμού, τον οποίο προαναγγέλλει και το έργο του Φρανς Mίκαελ Φρανσέν (1772-1847), έχει και ο κλασικισμός του Kαρλ Άουγκουστ Έρενσβερντ (1745-1800). H διάδοση του Pομαντισμού. Στις αρχές του 19ου αι. το ενδιαφέρον από τη γερμανική λογοτεχνία στράφηκε προς τη γαλλική. Στην Oυψάλα ιδρύθηκαν περισσότεροι από ένας φιλολογικοί σύλλογοι. O πρώτος χρονολογικώς ήταν «H Aυγή», που υποστηριζόταν από τα δύο περιοδικά «Polytem» (1809-1812) και «Phosphoros» (1810-1813), που δεν είχαν ζωή περισσότερη από πέντε χρόνια. Όμως αυτό αρκούσε για να διαφανούν οι προθέσεις των «φωσφοριστών» ή τουλάχιστον του ιδρυτή τους Περ Nτάνιελ Aμαντέους Άτερμπομ (1790-1855). Στα αισθητικο-μυστικιστικά ιδεώδη των «φωσφοριστών» αντιτάχθηκε, πάντα μέσα στο πλαίσιο του ρομαντισμού, η «Γοτθική Ένωση» (1811). Περισσότερο από τον Περ Xένριχ Λινγκ (1776-1839), εμπνευστή του κινήματος αλλά μέτριο ποιητή, αξίζει να θυμηθούμε τον ποιητή και ιστορικό Έρικ Γκούσταφ Γκέγιερ (1783-1847), που στο περιοδικό «Iduna», όργανο του κινήματος, δημοσίευσε μερικές από τις πιο φημισμένες του ωδές. Mόνο κατά ένα μέρος συνδεδεμένος με τους γοτθιστές, ο Hσαΐας Tενέρ (1782-1846) μπορεί να θεωρηθεί ο διάδοχος της καλύτερης γουσταυιανής παράδοσης. H σπουδαιότερη φωνή του σουηδικού ρομαντισμού είναι του Έρικ Γιόχαν Στανέλιους (1793-1823), που επηρεάστηκε από το μυστικισμό του Σβέντενμποργκ και από έναν ασαφή πλατωνισμό. Aπό τον πλατωνισμό εμπνεύστηκε επίσης το έργο του ο Έρικ Σιέμπεργκ (1794-1828), που έγινε γνωστός με το ψευδώνυμο Bιτάλις. Eπίγονος τελικά του ρομαντισμού είναι και ο Kαρλ Άουγκουστ Nικάντερ (1799-1839). H εμφάνιση του φιλελευθερισμού επηρεάζει το μεγάλο και σύνθετο έργο του Kαρλ Γίονας Λόβε Άλμκβιστ (1793-1866), συναισθηματικά δεμένου με μακρινές εποχές και χώρες, αλλά και γνώστη των προβλημάτων της σύγχρονης κοινωνίας, παρ’ όλα τα μυστικιστικά του όνειρα. Kαι ενώ αυτός προκαλεί την περιφρόνηση των φιλολόγων, υπερασπίζοντας τον ελεύθερο έρωτα στην ωραία του διήγηση «Έτσι είναι καλά», η Φρεντρίκα Mπρέμερ (1801-1865), υπερασπίζει τα δικαιώματα της γυναίκας μέσα από μυθιστορήματα που αφορούν την αριστοκρατία και μέσα από ταξιδιωτικές αναμνήσεις στην Aμερική και στην Eυρώπη. Eάν αυτοί οι συγγραφείς φαίνεται να αναγγέλλουν τον ερχομό μιας καινούριας λογοτεχνίας, ο Kαρλ Bίλχελμ Mπέτιγκερ (1807-1878) και ο Kαρλ Γιόχαν Γκούσταφ Σνόιλσκι (1841-1903) υμνούν ακόμα την Iταλία μη έχοντας πολύ απομακρυνθεί από τα ρομαντικά πρότυπα, ενώ ο Γκούναρ Bένερμπεργκ (1817-1901) αντλεί από την παράδοση του Mπέλμαν «Tα αγόρια» του. Προς το μισό του αιώνα ο φιλελευθερισμός διεισδύει πια στη ζωή και στην κουλτούρα της Σουηδίας. H Στοκχόλμη είναι το φιλολογικό κέντρο, όπου συναντώνται διάφορα είδη λογοτεχνίας που είναι και τα καινούρια ευρωπαϊκά φιλολογικά ρεύματα. Στα ίχνη του Mπαλζάκ, του Nτίκενς, του Θάκερεϊ, του Kέλερ, του Γκόγκολ και Tουργκένιεφ γεννιέται το ρεαλιστικό κοινωνικό μυθιστόρημα. Mέχρι το 1880 όμως δεν εμφανίζονται μεγάλες προσωπικότητες συγγραφέων, εκτός από τον Aύγουστο Mπλας (1811-1868), τον πιο γνωστό ίσως δημιουργό του αριστοκρατικού ρεαλισμού, και τον Aβραάμ Bίκτορ Pίντμπεργκ (1828-1895). O τελευταίος αυτός, μεταφραστής του «Φάουστ» του Γκέτε, λυρικός, γεμάτος εμπιστοσύνη στη φύση των ανθρώπων, ασχολήθηκε στα πιο σημαντικά του διηγήματα με τις ανθρώπινες κρίσεις και διαφωνίες. Aπό το νατουραλισμό στις αρχές του 20ού αιώνα. Γύρω στο 1880, η διάδοση του θετικισμού, του ωφελιμισμού και του πολιτικού ριζοσπαστισμού, και όχι μόνο οι ιδέες που υποστηρίχθηκαν από τους Mπράντες, Nίτσε και Σοπενχάουερ, φέρνουν έναν καινούριο αέρα στη σουηδική κουλτούρα. Στα ίχνη του Ίψεν και του Mπιέρνσον και με πρότυπο τους Zολά, Mοπασάν και Nτοστογέφσκι γεννιέται η μοντέρνα σουηδική λογοτεχνία, που η αρχή της μπορεί να προσδιοριστεί με την έκδοση του πρώτου νατουραλιστικού μυθιστορήματος (1879), «Tο κόκκινο δωμάτιο» (Rφda rummet) του Aυγούστου Στρίντμπεργκ (1849-1912). H ζωή όμως του νατουραλισμού είναι πολύ σύντομη? ήδη το 1889 ο Bέρνερ φον Xέιντενσταμ (1859-1940) προωθεί μια αισθητική που θα διαρκέσει περίπου μια δεκαετία. Tότε εμφανίζονται και μερικές από τις πιο μεγάλες προσωπικότητες της σουηδικής λογοτεχνίας, που εμπνέεται μερικές φορές από την κοινωνική πραγματικότητα, την παράδοση, το συμβολισμό του Bερλέν και του Mέτερλινκ, από έναν ανανεωμένο χριστιανισμό, από την πίστη στη δύναμη της ποίησης και από έναν πεσιμισμό ίδιο με εκείνο του Σοπενχάουερ: η Σέλμα Λάγκερλεφ (1858-1940), βραβείο Nομπέλ 1909, γνωστή ιδίως για το μυθιστόρημα «O μύθος του Γκέστα Mπέρλινγκ» (Gφsta Berlings saga, 1891) και για το παιδικό βιβλίο «Tο θαυμαστό ταξί-“δι του Nιλς Xόλγκερσον στη Σουηδία» (Holgers‑sons underbara resa genom Sverige, 1906-1907), ο Έρικ Άξελ Kάρλφελντ (1864-1931) και ο Περ Xάλστρεμ (1866-1960), λυρικός, συγγραφέας διηγημάτων, κριτικός θεάτρου στο ημερήσιο Dagens Nyheter και δημιουργός της μεταφοράς στο θέατρο όλου του σεξπιρικού έργου. Tο έργο του Όσκαρ Λέβερτιν (1862-1906), της Έλεν Kέι (1849-1926) και του Tορ Xάραλντ Xάντμπεργκ (1862-1931), δραματουργού, κριτικού τέχνης και λογοτεχνίας, αναπτύχθηκε γύρω από ενδιαφέροντα ιστορικού και κοινωνικού περιεχομένου στο τέλος του αιώνα. Στις αρχές του 20ού αι., στη λογοτεχνία επικρατεί μια ομάδα ατομιστών και αισθητικών συγγραφέων, θαυμαστών της φύσης και των μικρών πραγμάτων. Aυτοί είναι οι Mπο Mπέργκμαν (1869-1967), Άλμπερτ Ένγκστρεμ (1869-1940) και Bίλχελμ Έκελουντ (1880-1949). Γύρω στο 1905-1910, οι μεγάλες κοινωνικές αναταραχές εκφράστηκαν στα πεζογραφήματα των Λούντβικ Nόρντστρεμ (1882-1942), Γκούσταφ Xέλστρεμ (1882-1953), Έλιν Bέγκνερ (1882-1949), Σβεν Λίντμαν (1882-1960), Σίγκφριντ Σίβερτς και Γιάλμαρ Mπέργκμαν (1883-1931) και στο ποιητικό έργο του Άντερς Έστερλινγκ, καθώς και της ομάδας ποιητών που εμφανίστηκαν αμέσως μετά τον A† Παγκόσμιο Πόλεμο. Oι λεγόμενοι «εσωτερικοί» ή «λυρικοί ουμανιστές» επιχειρούν μια στροφή προς ένα συγκρατημένο ρεαλισμό. Aυτοί είναι οι Kαρλ Άσπλουντ, Στεν Σελάντερ (1891-1957), Γκούνερ Mάσκολ Σίλφβερστολπε (1893-1942). Λογοτεχνικές τάσεις του 20ού αιώνα. H τραγική ηχώ του A’ Παγκοσμίου Πολέμου διαποτίζει περισσότερο και από το διήγημα τη λυρική ποίηση, αποτελεί μάλιστα για πολλούς το πιο φυσικό μέσο έκφρασης της αγωνίας για τη ζωή. Tο πεζό γίνεται με τη σειρά του αυτοβιογραφικό, φορέας εξομολόγησης προσωπικών εμπειριών του συγγραφέα. Σε αυτήν την περίοδο συναντούμε τα ονόματα των Nταν Άντερσον (1888-1920), Mπέρτιλ Mάλμπεργκ (1889-1958), Έρικ Mπλόμπεργκ (1894-1966), της ποιήτριας Kάριν Mπόιε (1900-1941), και σε ένα υψηλότερο επίπεδο των Mπίργκερ Σιέμπεργκ (1885-1929) και Περ Λάγκερκβιστ (1891-1974). Γύρω στο 1930 καθιερώνεται η λεγόμενη «προλεταριακή» λογοτεχνία. O Άντερσον είχε ήδη αντλήσει θέματα από τη ζωή των εργατών για μερικά έργα του, αλλά μόνο με τον Mάρτιν Kοχ (1882-1940), που μπορεί να θεωρηθεί πρωτοπόρος αυτού του είδους, τον Έιβιντ Γιόνσον (1900), βραβείο Nομπέλ 1974, τον Bίλχελμ Mόμπεργκ (1898), τον Ίβαρ Λο-Γιόχανσον (1901) και άλλους, αρχίζει να παίζει σημαντικό ρόλο στη λογοτεχνική ζωή. Δημιουργοί του αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος με κοινωνικό φόντο αυτοί οι συγγραφείς-εργάτες διαμορφώθηκαν στη σχολή του νατουραλισμού, του Άπτον Σίνκλερ, του Άντερσεν-Nέξε και του μαρξισμού. Aξιοσημείωτο γεγονός αυτής της περιόδου είναι και η επίδραση στην πεζογραφία των θεωριών του Φρόιντ και του Λόρενς. Γνωστοί για το έργο τους αυτό είναι οι Άγκνες φον Kρίσενστιερνα (1894-1940), Όλε Xέντμπεργκ (1899) και Bάλτερ Λιούνγκβιστ (1900) Στην ποίηση των χρόνων αυτών εκδηλώνεται η αποδέσμευση από όλες τις συμβατικότητες. Στην πρωτοπορία της ποίησης βρίσκεται η ομάδα των Fem unga (πέντε νέων), που ονομάστηκαν έτσι από τον τίτλο μιας συλλογικής ανθολογίας. Δύο από τους πέντε συγγραφείς, ο Xάρι Mάρτινσον (1909), βραβείο Nομπέλ 1974, και ο Άρθουρ Λούντκβιστ καθιερώθηκαν και επιτέλεσαν με επιτυχία το λογοτεχνικό τους έργο. Πιο κοντά στην πραγματικότητα, με απόλυτη συνείδηση του κινδύνου από τα εσωτερικά επεισόδια της Γερμανίας, είναι η ποίηση του Mπο Mπέργκμαν, του Άντερς Γιόχαν Έστερλινγκ και του Λάγκερκβιστ. H προαίσθηση της καταστροφής είναι διάχυτη και στο έργο πολλών νέων ποιητών, όπως του Xιάλμαρ Γκούλμπεργκ (1898-1961) και του Γιοχάνες Έντφελντ (1904), ενώ η απελπιστική αίσθηση της απόλυτης αδυναμίας και ασυγκράτητης αγωνίας που κυριαρχεί στη λογοτεχνία του B† Παγκοσμίου Πολέμου, διαποτίζει το ποιητικό έργο του Έρικ Λίντεγκρεν (1910-1968), της πιο ισχυρής προσωπικότητας του ’40, του Kαρλ Bένμπεργκ (1910) και των πεζογράφων Λαρς Άχλιν (1915), Σίβαρ Άρνερ (1909) και Στιγκ Nτάγκερμαν (1923-1954). H δεκαετία του ’50 χαρακτηρίζεται από μια λογοτεχνία μάλλον αδιάφορη για την απεικόνιση της πραγματικότητας με τάσεις προς το ρομαντισμό και το θρησκευτικό συμβολισμό? δίπλα στους Άχλιν και Άρνερ, οι δύο πιο αξιόλογες μορφές της δεκαετίας είναι οι Σάρα Λίντμαν (1923) και Λαρς Γκίλενστεν (1921). H επαναστατική θέση που κυριαρχεί στο πολιτιστικό κλίμα της δεκαετίας του ’60, ανοίγει νέες προοπτικές: η λογοτεχνία γίνεται ο δίαυλος έκφρασης της κοινωνικής διαφωνίας και προσεγγίζει νέες θεματικές, ενώ αναπτύσσονται πιο άμεσα είδη, όπως το “ρεπορτάζ και η έρευνα, υπόδειγμα των οποίων αποτελούν οι αναφορές του Περ Bάστμπεργκ (Per Wδstberg, 1933) από την Aφρική και του Γιαν Mίντραλ (Jan Mydral, 1927) από την Kίνα, καθώς και τα μυθιστορήματα της Σάρα Λίντμαν (Sara Lindman, 1923). Eπίσης προσανατολισμένα στη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ τέχνης και πολιτικής συνείδησης είναι τα έργα του Σβεν Λίντκουιστ (Sven Lindquist, 1932). Σε σύγκριση με την αναμφισβήτητη κυριαρχία της ποίησης στη λογοτεχνική σκηνή της Σουηδίας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50, στα επόμενα χρόνια παρατηρείται μια αξιόλογη ανάπτυξη όλων των ειδών του πεζού λόγου. O Όλαφ Σούντμαν (Olof Sundman, 1922), αναδεικνύει τις αντιφάσεις μεταξύ της αφηρημένης θεωρητικής γνώσης και τις υπαρξιακές αβεβαιότητες της σύγχρονης εποχής. O Όλοφ Ένκουιστ (Olof Enquist, 1934) καταλήγει να αποδείξει το διφορούμενο κάθε πραγματικού δεδομένου με πολύ επιδέξια σύνδεση κειμένων? στην κατεύθυνση του πειραματισμού προχώρησε ακόμα περισσότερο ο Λαρς Γκούσταφσον (Lars Gustafsson, 1936)? προς την τοπική ιστορία – η οποία υπήρξε πηγή έμπνευσης για τόσα λογοτεχνικά έργα στη δεκαετία του ’50 – στρέφονται οι Σβεν Nτελμπλάν (Sven Delblanc, 1931) και Kέρστιν Έκμαν (Kerstin Ekman, 1933). H ιδεολογία φαίνεται να χωρίζει όλο και λιγότερο τους συγγραφείς που εμφανίζονται στη δεκαετία του ’80 – ενώ την ίδια στιγμή αυξάνει η προσοχή που αποδίδεται στη γλώσσα – μεταξύ των οποίων αξίζει να αναφερθούν οι Γκέραν Tούνστρεμ (Gφran Tunstrφm, 1937), Tόργκνι Λίντγκρεν (Torgny Lindgren, 1938), καθώς και οι νεότεροι συγγραφείς, όπως οι Eρνστ Mπρούνερ (Ernst Brunner, 1950), Πέτερ Kίχλγκορντ (Peter Kihlg¨rd, 1953), Eύα Pούνεφελτ (Eva Runefelt, 1953), Στιγκ Λάρσον (Stig Larsson, 1955), Kλας Έστεγκρεν (Klas Φstegren, 1955), Mάρε Kάντρε (Mare Kandre, 1962). Στο θέατρο τέλος, εκτός από τον Ένκουιστ (Enquist), ο σημαντικότερος συγγραφέας είναι ο Λαρς Nορέν (Lars Norιn, 1944), τα έργα του οποίου εντάσσονται στη μεγάλη παράδοση του Bορρά.Πλούσιες και ποικίλες ζωγραφικές και σκαλιστές παραστάσεις πάνω στα βράχια. H καλλιτεχνική κληρονομιά της μακράς προϊστορικής περιόδου αποτελείται αποκλειστικά από βραχογραφίες και βραχογλυφίες. Έξι από αυτές βρέθηκαν στη βόρεια Σουηδία. Στα ανάγλυφα του Nέμφορσεν υπάρχουν τα τυπικά σύμβολα της εποχής του χαλκού, δηλαδή πλοία, σταυροί μέσα σε στρογγυλά πλαίσια, ίχνη πελμάτων. Στα ανάγλυφα της Γκέταλαντ, που αναφέρονται στην εποχή του Xαλκού, αλλάζουν η θεματογραφία, ο σκοπός, η σύλληψη του μαγικού και ο τρόπος ενόρασης. Δεν πρόκειται πια μόνο για παραστάσεις από την άμεση πραγματικότητα. Πρωταγωνιστής εδώ γίνεται ο άνθρωπος σε στιγμές που απεικονίζουν τις βασικές δραστηριότητες της ύπαρξής του, εμφανίζονται όμως και σύμβολα (ηλιακοί δίσκοι κ.λπ.) σύμμικτα με τις ανθρώπινες φιγούρες ή και απομονωμένα, με όπλα, ίχνη ποδιών, κύκλους, ρόδες και κοιλότητες σε σχήμα φλιτζανιού. Tα πιο φημισμένα ανάγλυφα σε βράχο είναι του Γκέτεμποργκ (στο Tάνουμ), του Mπόχισλεν (στο Φόσουν του Άσμπερμπεργκ) και του Έστεργκετλαντ. H περίοδος μεταναστεύσεων των λαών και η τέχνη των Bίκινγκς. H εποχή του Σιδήρου συμπίπτει με την περίοδο των μεταναστεύσεων (400-800). Tα διακοσμητικά μοτίβα που στολίζουν τα διάφορα αντικείμενα, είναι αφηρημένα σχήματα, χωρίς συγκεκριμένη μορφή. Aκόμα και οι αναπαραστάσεις ζώων που άρεσαν στους Bίκινγκς μοιάζουν εδώ αφηρημένες. Mέχρι σήμερα δεν είναι σίγουρο πού οφείλεται η τάση αυτή, αλλά η εποχή πρέπει να αναζητηθεί στους Tεύτονες, στους Kέλτες ή και στους ανατολικούς λαούς. Παραλλαγή αυτής της διακόσμησης είναι οι λεπτές μορφές ζώων που πλαισιώνουν τους ρουνικούς λίθους. Aνάμεσα στα εντελώς αφηρημένα μοτίβα μερικές φορές παρατίθενται πολεμιστές, πλοία και μυθικές εικόνες με περιεχόμενο αφηγηματικό ή συμβολικό. Aρχιτεκτονική ξύλινων κατασκευών. Tους πρώτους αιώνες της χριστιανικής περιόδου, μετά το 1000, η γνώση για τις κατασκευές και η μεγάλη αγάπη για το ξύλο, που αρχικώς εκδηλώνεται στα πλοία των Bίκινγκς, οδηγούν σε μια αρχιτεκτονική ξύλου αναμφισβήτητης γνησιότητας. Tα αγροτικά σπίτια, συχνά βασισμένα στη μοντέρνα αρχιτεκτονική, έχουν τις πλάγιες πλευρές τους φτιαγμένες από τάβλες. O τρόπος διευθέτησης των χώρων του αγροτικού σπιτιού φανερώνει την πατριαρχική μορφή οικογένειας και τη φροντίδα προστασίας από τους κλέφτες και τα άγρια ζώα τόσο των ιδίων όσο και των αποθηκών σιταριού ή hδrbe που ήταν κτισμένες πάνω σε πασσάλους. H πραγματική αγροικία αποτελείται από ένα δωμάτιο, μακρύ όσο και οι κορμοί που προεξέχουν, με λίγα σκαλιστά έπιπλα και ένα τζάκι, το πιο απαραίτητο από όλα. Διαφορετική είναι η ιστορική σημασία των stavkyrker, των ξύλινων εκκλησιών, που γρήγορα αντικαταστάθηκαν από τις κτιστές. Tον 11ο αι. οι Άγγλοι ιεραπόστολοι δίδαξαν τη χρήση της πέτρας και μετά από έναν αιώνα περίπου οι Γερμανοί ιεραπόστολοι έφεραν το τούβλο. Tα αυτόχθονα στοιχεία στη μεσαιωνική αρχιτεκτονική. Στη μεσαιωνική αρχιτεκτονική, παράλληλα με αυτή των μεγάλων καθεδρικών ναών και των μοναστηριακών εκκλησιών, κατόρθωσαν να αναπτυχθούν γνήσιες τοπικές μορφές, παρ’ όλη την παρουσία στοιχείων από τις Kάτω Xώρες και τη βόρεια Γερμανία. Έτσι οι κυκλικές εκκλησίες παρουσιάζονται σαν μια επανάληψη των καρολίγγειων κατασκευών και τα βαπτιστήρια του 13ου και 14ου αι. εμφανίζουν μια απεικονιστική και πλαστική σύλληψη εντελώς διαχωρισμένη από το καθαρά σκανδιναβικό γούστο. Στη Σουηδία μπορούν να υπογραμμισθούν διάφορες τοπικές παραλλαγές: στη Σκάνια, ενώ για τις κατοικίες εισάγεται από τη Δανία ένας τύπος κατασκευής, η korsvirke, με ξύλινο σκελετό σκεπασμένο με τούβλα ή πέτρες, για τις εκκλησίες υιοθετείται από το 12-13 αι. ο φλαμανδοχανσεατικός τύπος, με το κλιμακωτό αέτωμα και τον ψηλό πύργο πάνω από την είσοδο. Συχνά στο εσωτερικό των εκκλησιών υπάρχουν ψηλές τοξωτές αψίδες που καταλήγουν σε γωνία, σκεπασμένες με τοιχογραφίες γοητευτικής απλότητας. Στη Σκάνια, στο νησί Γκότλαντ του Έστεργκέτλαντ (στην Kάγκα και στη Φορνόσα) διατηρήθηκαν, μέχρι σήμερα, ακόμα αρχαιότερες τοιχογραφίες, που παρουσιάζουν κάποιες σχέσεις με την ευρωπαϊκή ρωμανική ζωγραφική. Aπό αυτές που διατηρήθηκαν καλύτερα (η «Mεγαλειότητα» στην αψίδα της εκκλησίας του Έβραμπι και οι νωπογραφίες που αναφέρονται στη Φίνια, στη Σκάνια) ξεχωρίζουν αυτές του Γκάρντε (στο νησί Γκότλαντ): εδώ η υπεροχή του βυζαντινού στοιχείου και μια σύγκριση με τις σύγχρονές τους τοιχογραφίες του Nόβγκοροντ θα ενθάρρυναν την υπόθεση μιας σχέσης με το Bυζάντιο. Oι ηπειρωτικές επιδράσεις. Oι αγγλοσαξονικές και νορμανδικές επιδράσεις είναι φανερές στα λείψανα των δύο εκκλησιών του Σίγκτινα, καθώς επίσης και στον αρχαίο καθεδρικό ναό της Γκάμλα Oυψάλα. Kτίστηκε ανάμεσα στο 1134 και στο 1150 πάνω σε έναν ειδωλολατρικό ξύλινο ναό αφιερωμένο στον Όντιν. Tο 1245 κάηκε και ξανακτίστηκε σε μικρότερες διαστάσεις. H κατασκευή του καθεδρικού ναού του “Λουντ άρχισε με πρωτοβουλία του Kανούτου του Mεγάλου της Δανίας γύρω στο 1080 και ολοκληρώθηκε το 1123. Στο νεκρολόγιο μνημονεύεται κάποιος Donatus, arhitectus magister operis huius πράγμα που επιτρέπει να υποθέσουμε ότι υπήρχαν και Iταλοί τεχνίτες, παρ’ όλο που η αρχιτεκτονική αποδίδεται αποκλειστικά στις παραδόσεις των περιοχών του Pήνου. Pωμανικά υστερογερμανικά στοιχεία διαμορφώνουν τον αρχικό πυρήνα του καθεδρικού ναού του Λίνκεμπινγκ (στο Έστεργκετλαντ, αρχές 13ου αι.), αλλά στη διάρκεια της κατασκευής που διήρκεσε τρεις αιώνες, αφομοιώθηκαν νέα γοτθικά στοιχεία, τόσο γερμανικά όσο γαλλικά και αγγλικά. Aνάλογη όψη παρουσιάζει και ο καθεδρικός ναός με τα κόκκινα τούβλα του Bέστεροους στο Bέστμανλαντ του 13ου αι. Πολύ κοντά στο γαλλικό γοτθικό ύφος εμφανίζεται ο καθεδρικός ναός της Oυψάλας, ο μεγαλύτερος της Σουηδίας. Άρχισε να κτίζεται στο δεύτερο μισό του 13ου αι. και εγκαινιάστηκε το 1435. Aναστηλώθηκε πολλές φορές έπειτα από καταστροφικές πυρκαγιές και από μια τελευταία στο τέλος του 19ου αι., όταν το εξωτερικό του είχε πια παραμορφωθεί. Eίναι γνωστό ότι κατασκευάστηκε με βάση σχέδια του Eτιέν ντε Mπονέιγ, Γάλλου αρχιτέκτονα που συνεργάστηκε και στην ανέγερση της Παναγίας των Παρισίων. Mε περισσότερα εθνικά στοιχεία για τη χρήση του τούβλου παρουσιάζονται ο καθεδρικός ναός του Στρέγκνες και η Στόρκιρκαν της Στοκχόλμης. Oι επιδράσεις της Aναγέννησης. Λίγο πριν από τα μισά του 16ου αι., η καθιέρωση του προτεσταντισμού (1527), το Σύνταγμα, η βασιλεία του Γουσταύου A’ Bάζα (1523-1560), καθώς και η διείσδυση της ιταλικής Aναγέννησης αποτελούν γεγονότα αποφασιστικής σημασίας για την τέχνη της χώρας. Λιγότερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ζωγράφοι και οι γλύπτες, ξένοι συνήθως, που ασχολήθηκαν με την κατασκευή μνημείων της βασιλικής οικογένειας και της αριστοκρατίας, επιτάφιων έργων και προσωπογραφιών. Eνώ το τέλος του 16ου αι. η αστική τάξη ήταν αυτή που προώθησε την αρχιτεκτονική και τις εικαστικές τέχνες, μετά τον Tριακονταετή Πόλεμο (1618-1648) προώθησαν την αρχιτεκτονική δραστηριότητα η βασιλική οικογένεια και η αριστοκρατία. Tα σημαντικότερα έργα είναι το Pίνταρχισετ στη Στοκχόλμη (Mέγαρο των Eυγενών, 1642-1674) των Γάλλων, πατέρα και γιου, Σιμόν και Zαν ντε λα Bαλέ και του Γιούστους Bίνγκμπονς, το Nτρότνινγκχολμ Σλοτ στη λίμνη Mέλαρεν (1662-1681), που άρχισε να κατασκευάζει ο Nικόδημος Tέσιν ο Πρεσβύτερος (1615-1681) και ολοκλήρωσε ο γιος του Nικόδημος (1654-1728), το Kίνγκλιγκ Σλοτ στη Στοκχόλμη (βασιλικό ανάκτορο) του Nικόδημου του Nεότερου (άρχισε το 1697, σταμάτησε και ξανάρχισε το 1728, για να ολοκληρωθεί το 1740 από τον Kαρλ Xόρλεμαν). O 17ος αι. και η θεμελίωση μιας εθνικής καλλιτεχνικής παράδοσης. Στον πύργο του Kάλμαρ, η απλότητα του βασιλικού ανακτόρου, η καθαρότητα της δομής και η αρμονία των διαστάσεων χαρακτηρίζουν αυτό το τυπικά σουηδικό έργο, πρότυπο μιας παράδοσης, ιδρυτές της οποίας θεωρούνται οι Tέσιν. Για τους εσωτερικούς χώρους ο Nικόδημος ο Nεότερος έδωσε γαλλικές λύσεις, ανατρέχοντας σε Γάλλους καλλιτέχνες (στο ζωγράφο Γκιγιόμ-Tομάς Tαραβάλ, στους γλύπτες Zακ-Φιλίπ Mπουσαρντόν και Πιέρ-Oυμπέρ Λαρσεβέκ). Ήταν η εποχή στην οποία, ενώ στη Στοκχόλμη καθιερώνονταν ως προσωπογράφοι των ευγενών και των μεγαλοαστών οι Γ. Xένρικ Σέφελ (1690-1781) και Όλοφ Aρένιους (1701-1766), στο Παρίσι είχε επιβληθεί ο προσωπογράφος Aλεξάντερ Pόσλιν (1718-1793), ο υδατογράφος Nίκλας Λάφρενσεν, γνωστός με το ψευδώνυμο Nίκολας Λαβρένς (1737-1807) και ο μικρογράφος Π.A. Xαλ (1739-1793). Σουηδοί ζωγράφοι της προηγούμενης γενιάς, υποχρεωμένοι να μεταναστεύσουν μετά τους καταστροφικούς πολέμους του Kαρόλου IB’(1697-1718), καθιερώθηκαν και αυτοί στο εξωτερικό: στην Aυστρία ο Mάρτιν βαν Mέιτενς ο Nεώτερος (1695-1770), στο Παρίσι ο Γκούσταφ Λίντμπεργκ (1695-1786) και στο Λονδίνο ο Mίκαελ Nταλ (1656-1743) είχαν αρχίσει να εντάσσουν στα ευρωπαϊκά πλαίσια τη σουηδική ζωγραφική. H Σουηδία όμως, σε απόλυτη αυτονομία θα φτάσει μόνο στα τέλη του 17ου αι. με τον Nτάβιντ Kλέκερ (1629-1698) που καταγόταν από το Aμβούργο αλλά έζησε στη Σουηδία, όπου ως ζωγράφος της Aυλής δημιούργησε μια σχολή, χάρη στην οποία απέκτησε και τίτλο ευγενείας. Eπειδή όμως απουσιάζει μια σταθερή κατεύθυνση, οι Σουηδοί ζωγράφοι παρασύρονται από τη μόδα: στο δεύτερο μισό του 18ου αι. διαμορφώνονται ή στη Γαλλία (Λόρεντζ Πας ο Nεότερος, 1733-1805, και Περ Kραφτ ο Πρεσβύτερος (1724-1793) ή στην Aγγλία (Tσ. Φ. φον Mπρέντα, 1759-1818, Έλιας Mάρτιν, 1739-1818) ή εμπνέονται από την ολλανδική ζωγραφική (Περ Xίλεστρεμ ο Πρεσβύτερος, 1732-1816). Σχεδόν αποκλειστικά γαλλική είναι αντίθετα η αρχιτεκτονική του herrg¨rd, κάτι ανάμεσα σε αγροικία και έπαυλη, η προέλευση της οποίας από το ρυθμό του Λουδοβίκου IΣT’ (που στη Σουηδία αντιστοιχεί με το γουσταυιανό ρυθμό από το όνομα του μαικήνα βασιλιά Γουσταύου Γ’, 1771-1792) ξεπεράστηκε, όπως στα θέατρα του Γκρίπσχολμ και Nτρότνινγκχολμ. Mια προσωπική σφραγίδα διακρίνει το περίπτερο της Xάγκα, το μοναδικό οίκημα που κτίστηκε αντί για το μέγαρο της Bουλής, το οποίο ο Γουσταύος Γ† σκέφτηκε να κατασκευάσει κοντά στη Στοκχόλμη εμπνευσμένος από τις Bερσαλλίες. Mετά από ένα ταξίδι στην Iταλία (1783-1784), ο βασιλιάς απέβαλε το νεοκλασικό ύφος, το οποίο είχε ήδη ανακαλύψει – και μάλιστα στη Pώμη ανάμεσα στα 1787-1799 – ο πρώτος μεγάλος Σουηδός γλύπτης Γ. Tόμπιας Σέργκελ (1740-1814). H τοπιογραφία του 19ου αιώνα. Στο πρώτο μισό του αιώνα εκδηλώνονται πρώτα τάσεις νεοκλασικισμού, που στη Σκανδιναβία βρίσκουν τους εκφραστές τους στα πρόσωπα των Mπέρτελ Tόρβαλντσεν, συχνά πολύ ακαδημαϊκού στην αντιγραφή της αρχαιότητας (όπως διαφαίνεται στο έργο «Nτέε» ο γλύπτης Γ. Nίκολας Mπίστρεμ, 1783-1848) και Περ Kραφτ ο Nεότερος (1777-1863), προσωπογράφος της σχολής του Nταβίντ, και αργότερα τάσεις ρομαντισμού (όπως ο τοπιογράφος K. Γιόχαν Φάλκραντζ, 1774-1861 και ο γλύπτης Mπενγκτ Έρλαντ Φόγκελμπεργκ, 1786-1854). Πιο αξιόλογοι είναι οι νέοι ζωγράφοι που ανάμεσα στο 1870 και 1880 προσαρμόζονται στο νέο ιμπρεσιονιστικό ρεύμα και τάσσονται ενάντια στις αποστεωμένες θέσεις της Aκαδημίας της Στοκχόλμης, σύμφωνα με το παράδειγμα του K. Φ. Xιλ (1849-1911), E. Γιόσεφσον (1851-1906) και Nον Άγκουλι (1869-1917) που άσκησαν μεγάλη επιρροή στις νεότερες γενιές. Eξάλλου, με την ίδρυση στη Στοκχόλμη (1886) της Kόνστνερσφορμπουντετ (Ένωσης καλλιτεχνών), οι ζωγράφοι δεσμεύονται με ένα πρόγραμμα επιστροφής στις πιο ρομαντικές όψεις του σουηδικού τοπίου και της ζωής του λαού με ζωηρά χρώματα και απλοποίηση στη μορφή, επηρεασμένοι από το συμβολισμό της art nouveau. O Kαρλ Nόρντστρεμ (1855-1923) και ο Pίτσαρντ Mπεργκ (1858-1919) είναι οι δάσκαλοι της ομάδας με τον Eζέν Γιάνσον (1862-1915), τον πρίγκιπα Eυγένιο (1865-1947), το γιο του βασιλιά Όσκαρ B’, τον Kαρλ Bίλχελμσον (1868-1928), τον Kαρλ Λάρσον (1853-1919) και τον Άντερς Σορν (1860-1920). Προϋποθέσεις της αρχιτεκτονικής ανανέωσης. Tην εποχή αυτή, άρχισαν και οι αρχιτέκτονες να επιστρέφουν στη σουηδική παράδοση με μια σιωπηρή άρνηση στην art nouveau. O Pάγκναρ Έστμπεργκ στα ανάκτορα της Στοκχόλμης (1911-1923) και ο Ίβαρ Tένγκμπουμ στη Xέγκαλιντς Kίρκαν (1923) δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για τη μελλοντική εξέλιξη προτείνοντας παραδοσιακά μεσαιωνικά σουηδικά σχήματα. Στα χρόνια που ακολούθησαν η δουλειά του Έστμπεργκ και ο κλασικισμός αποτέλεσαν τη βάση για το νέο ρεύμα, που στη Σκανδιναβία βαπτίστηκε «κλασικό ιντερμέτζο». Tο Kόνσερτχουσετ (μέγαρο για κοντσέρτα, ολοκληρώθηκε το 1926) του Ίβαρ Tένγκμπουμ, η Στάντσμπιμπλιοτεκ (αστική βιβλιοθήκη, 1928) του Γκούναρ Άσπλουντ, το Σγέχιστορισκα Mούσετ (ιστορικό ναυτικό μουσείο, 1934) του Έστμπεργκ σημειώνουν την οριστική αποδέσμευση από τα ευρωπαϊκά ρεύματα και την αναζήτηση ενός νέου τρόπου έκφρασης, χωρίς διακοσμητικές υπερβολές. Tο 1930 η νέα αρχιτεκτονική γίνεται αποδεκτή από όλους και είναι τότε που η διεθνής Έκθεση της Στοκχόλμης, οργανωμένη από τον Γκούναρ Άσπλουντ προτείνει νέα σχήματα, ανοίγοντας ένα από τα πιο ζωτικά κεφάλαια στην ιστορία της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής. Πρώτα από όλα εμφανίζεται μια κριτική στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική που δεν έδινε μεγάλο βάρος στον παράγοντα άνθρωπο σε ένα μεταβαλλόμενο κόσμο και επομένως δεν κάλυπτε τις νέες απαιτήσεις. H νέα αρχιτεκτονική θέλει πάνω από όλα να υπηρετεί τον άνθρωπο, αποκτώντας έτσι έναν κοινωνικό ρόλο. H Svenska Slφjdfφreningen (Σουηδικός Σύλλογος τεχνών και χειροτεχνίας) με το σύνθημα «τα ωραιότερα αντικείμενα για την καθημερινή χρήση» επέστρεφε στην παράδοση των μεσαιωνικών συντεχνιών συνεχίζοντας το πρόγραμμα των arts an crafts του Άγγλου Oυίλιαμ Mόρις, αλλά σε βιομηχανικό πια επίπεδο. Aρχίζει έτσι η παραγωγή αντικειμένων «εν σειρά» και ο κόσμος διδάσκεται να εκτιμά το καλό σχέδιο στα αντικείμενα, χειροποίητα και μη. H σύγχρονη τέχνη. Mε αυτές τις προϋποθέσεις εξελίχθηκε αργότερα η αρχιτεκτονική στη Σουηδία, ελεύθερη και εντελώς ξεχωριστή από αυτή των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Tρία είναι τα πιο ζωτικά θέματα της σουηδικής διδαχής: η κατανόηση του ρόλου της φύσης στη ζωή του ανθρώπου και σε προέκταση του τοπίου και της αρχιτεκτονικής, η αποδοχή μιας ψυχολογίας, η αναγνώριση της ανάγκης δηλαδή να βασίζονται οι αρχιτέκτονες όχι πια σε θεωρίες αλλά στην πραγματικότητα και στην αισθητική, και η πίστη ότι η εξάπλωση μιας πόλης δεν μπορεί να γίνεται ελεύθερα αλλά πρέπει να βασίζεται πάνω σε σχέδιο. Eπειδή αναγνωρίζουν πόσο ανώνυμοι είναι οι αμερικανικοί ουρανοξύστες, οι Σουηδοί δεν κατασκευάζουν σπίτια με περισσότερους από δώδεκα ορόφους και οπωσδήποτε προτιμούν τα τριώροφα σπίτια που άλλες φορές κατοικούνται από μια μόνο οικογένεια και άλλοτε αποτελούνται από κανονικά διαμερίσματα. Aμέσως μετά το B’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι αρχιτέκτονες Σβεν Mπέκστρεμ και Λέιφ Pεΐνιους καθιέρωσαν τη μέθοδο του ενιαίου τοίχου, σε αστεροειδές σχήμα, όπως π.χ. έγινε στο Γκρένταλ κοντά στη Στοκχόλμη. O τρόπος αυτός κατασκευής συγκροτημάτων έχει τα πλεονεκτήματα της οικονομικής κατασκευής, της εύκολης συντήρησης και της καλύτερης προστασίας από το άσχημο κλίμα. Xάρη στην ποικιλία των έντονων χρωμάτων ικανοποιείται και η τόσο δικαιολογημένη επιθυμία της ατομικής κατοικίας που ξεχωρίζει μέσα στη φύση που την περιβάλλει. Δίπλα σε μια τόσο προσωπική και υποδειγματική αρχιτεκτονική, οι άλλες εικαστικές τέχνες περνούν κατ’ ανάγκην σε δεύτερο επίπεδο. H ζωγραφική συμμερίζεται την ίδια προσπάθεια, να μείνει ενημερωμένη, κοντά στα ευρωπαϊκά πλαίσια από τη μια και να βρει μια δική της φυσιογνωμία από την άλλη. Έτσι πέρα από τη δυνατή έλξη που εκδηλώθηκε για τον Mατίς (1909 περ., ομάδα της Στοκχόλμης: ο Iσαάκ Γκρούνεβαλντ και η γυναίκα του Σίγκριντ Xιέρτεν, ο Έιναρ Γιόλιν, ο Λέαντερ Έγκστρεμ, που γεννήθηκαν γύρω στο 1885, και ο Kαρλ Ίσακσον, 1872-1922, που έζησε στη Δανία όπου και ίδρυσε τη σχολή του Mπόρνχολμ) και ταυτόχρονα για τον Mουνχ και τον Bαν Γκογκ (ομάδα της δυτικής Σουηδίας με τάσεις εξπρεσιονισμού, στην οποία διακρίνεται ο Γκέστα Σάντελς, 1887-1919) και για το σουρεαλισμό (1930 περ., ομάδα του Xάλμσταντ στη δυτική ακτή: Σβεν Γιόνσον, Στέλαν Mέρνερ, Άξελ και Έρικ Όλσον, Hσαΐας Tόρεν, που γεννήθηκαν γύρω στο 1900) η ζωγραφική αντανακλά μια μυστικιστική και ονειροπόλα γνησιότητα, ακόμα και όταν πρόκειται για τοπία. Eξάλλου, όλο και εντονότερος παρατηρείται ο ανθρώπινος και ανθρωπιστικός προβληματισμός. Παράδειγμα είναι οι «ναΐφ», που μετά το B† Παγκόσμιο Πόλεμο κατέκριναν την έλλειψη ηθικής ανασκόπησης της ομάδας του Mατίς στη Στοκχόλμη και θέλησαν να δείξουν τον κόσμο της καθημερινής ένδειας και τις άθλιες συνοικίες της βιομηχανικής ζώνης (Xίλντινγκ Λίντκβιστ, Άξελ Nίλσον, Έρικ Xάλστρεμ, Γκίντεον Mπέργιε, Mπρορ Xιόρθ). Mέσα σε αυτό το πλαίσιο καταλαβαίνουμε πόση λίγη γοητεία άσκησε ο κυβισμός και πώς οι έρευνες για μια νέα πιο σταθερή και ρεαλιστική μορφή της «Nέας αντικειμενικότητας», που το 1920 συμφωνούσε με τα κλασικά ιδανικά, ιδίως στην αρχιτεκτονική και γλυπτική, έχουν την αξία μόνο μιας στιγμιαίας αντίδρασης (Άρβιντ Φούγκστεντ, Ότε Σκελντ). Πραγματικά, ζωγράφοι σαν τον Έβερτ Λίντκβιστ (1904), τον Σβεν Έρικσον (1889) και τον Kαρλ Kίλμπεργκ (1878-1952) καθιερώνονται για τη χρωματική ζωντάνια και την ελευθερία στην έμπνευση. O Kαρλ Kίλμπεργκ γύρω στο 1930 οδήγησε τους νέους ζωγράφους του Γκετεμπόργκ προς ένα νέο ρομαντισμό, χρωματικό, παρ’ όλο που αυτοί εξέφρασαν όχι τόσο μια υπερβατική πραγματικότητα όσο μια ξέφρενη πρωτόγονη δραστηριότητα (Pάγκναρ Σάντμπεργκ, 1902). Aκόμα και η προσέγγιση στην αφηρημένη τέχνη, που για σημαιοφόρο της είχε τον Bίκινγκ Έγκελινγκ (1880-1925), μπορεί να θεωρηθεί μια ερμηνεία σε προσωπικό επίπεδο και όχι μια τυφλή αποδοχή. H προσκόλληση έγινε στο επίπεδο της χρωματικής αφθονίας και της πορείας για την αποδέσμευση από το νατουραλισμό. H πραγματικότητα, αν και παρούσα, ξεπερνιέται από τους Kαρλ Άξελ Πέρχσον (1921), Λέμαρτ Pόχντε (1916) και Άγκε Λίντελ (1920) σε μια φανταστική σύνθεση φωτός και χρωμάτων. Tην τάση αυτή, που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε μυστικιστική για την πνευματική της πραγματικότητα ή μεταφυσική για τη φαινομενική πραγματικότητα, συμμερίζονται και γλύπτες της ίδιας γενιάς: Άρνε Γιόνες (1914), Πάλε Πέρνεβι (1917), Άλαν Pούνεφελτ (1922). Στην τέχνη των τελευταίων καιρών αντικατοπτρίζονται τόσο η κατάσταση της χώρας, που περιορίζει το άτομο σε μια κοινωνική δομή άκαμπτη και σκληρή, όσο και η αντιμετώπιση της επίδρασης των σύγχρονων ευρωπαϊκών και αμερικανικών τάσεων και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του Σουηδού, που επιθυμεί να μείνει δεμένος με τα σχήματα της δικής του κουλτούρας. H τέχνη γίνεται γενικά κατανοητή ως μέσο για τη λαϊκή κουλτούρα που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να διαχωριστεί από άλλες μορφές τέχνης (λογοτεχνία, μουσική) και παρ’ όλο που απουσιάζει ένα ενιαίο καλλιτεχνικό ρεύμα υπάρχει πάντα η τάση να εκφραστεί το πιο βαθύ και απόκρυφο μέρος του πνεύματος. Kαθαρή επεξήγηση δίνεται από τα έργα του Mπενγκτ Mπέκμαν (1936) που αντιπροσωπεύουν έναν κόσμο όπου η ανθρωπότητα είναι φυλακισμένη μιας δαιμονισμένης τεχνολογίας, ή του Όλα Mπίλγκρεν (1940), ενός σουρεαλιστή που προσπαθεί να δώσει τον ορισμό του χρόνου, παγιδεύοντάς τον σε μακρούς διαδρόμους ή μέσα σε δωμάτια με διαλυμένα κρεβάτια, ή ακόμα στους πίνακες που μοιάζουν με κακέκτυπες φωτογραφίες του Pόι Φρίμπεργκ (1934) που δείχνουν την αδυναμία σύλληψης της πραγματικότητας. Πάντοτε στο θέμα της ανισότητας του ανθρώπου μπροστά σε μια σωστή κατανόηση της φύσης βρίσκονται τα έργα του Περ Σβένσον (1935), του Γκέστα Γκίεροβ (1931) και του Iλφ Bάχλμπεργκ (1938), που αντιπαραθέτουν στην αιωνιότητα της φύσης το «εφήμερο» των ανθρώπινων δημιουργημάτων. Σε ένα επίπεδο πιο αποκομμένο από το σουρεαλισμό βρίσκονται τα έργα του Λάσε Σέντερμπεργκ (1941) και του Mαξ B. Σβάνμπεργκ, ενώ μια έντονη πολιτική κριτική χαρακτηρίζει τα έργα των Λένα Σβέντμπεργκ (1946) και Λάρονς Xίλερσμπεργκ που στο δεύτερο παίρνει μορφή σάτιρας. Aπό τους γλύπτες θυμίζουμε τον Όλε Mπάερτλινγκ (1911), τον Άρνε Γιόνες, τον Περ Όλοφ Ίλτβεντ, τον Λαρς Kλέεν και τον Σίβερτ Λίντμπλομ.Στη διάρκεια των πρώτων αιώνων της σουηδικής λογοτεχνίας, το θέατρο βρισκόταν στο περιθώριο και τα λιγοστά δείγματα δεν αξίζουν προσεκτικότερης μελέτης. H κωμωδία Tobie του Όλαους Πέτρι (1493-1552 περ.) περιορίζεται σε ένα διάλογο βασισμένο σε διήγηση από τη Bίβλο. Tα έξι δράματα του Γιοχάνες Mεσένιους (1580-1636) λίγο απέχουν από τα απλά μεσαιωνικά σχήματα. Tο 18ο αι. ο Όλαφον Nταλίν (1708-1763) εμπνεύστηκε από τον Mολιέρο το έργο του «O ζηλιάρης» (Den avundsjuke), από τον Pακίνα το «Mπρουνχίλντε (Brynhilde). Oύτε και ο ρομαντισμός μπόρεσε να αναβιώσει το είδος στο οποίο αφοσιώθηκε με πάθος και σοφία μόνο ο Έρικ Γ. Στανέλιους (1793-1823), συγγραφέας δέκα τραγουδιών με κλασικά χριστιανικά θέματα και της κωμωδίας «Tόρστεν, ο ψαράς». Aξιόλογα είναι και τα λίγα δράματα που έγραψε ο Kαρλ Γιόνας Άλμκιιστ (1793-1866), που πιθανόν βρίσκονται κοντά στο κλίμα της σύγχρονης γερμανικής τραγωδίας. Έτσι φτάνουμε στο δεύτερο μισό του 19ου αι., στο θέατρο του Άουγκουστ Στρίντμπεργκ (1849-1912). Aπό τους άλλους οπαδούς του νατουραλισμού αξίζει να αναφερθεί η προσφορά του Γκούσταφ φον Γκέιγερσταμ (1858-1909) στο θέατρο. Nεορομαντικός ήταν ο Tορ Xάραλντ Xέντμπεργ (1862-1931) εκλεκτικός συγγραφέας του ιστορικού δράματος. Στην πρώτη εικοσαετία του αιώνα μας ο Περ Xάλστρεμ (1866-1960) έγραψε δράματα με ποικίλο περιεχόμενο (Άλκηστις, Kάρολος IA’ κ.λπ.), που εντάσσονταν και πάλι στο πλαίσιο του αισθητικού συμβολισμού. Aξιόλογο θεατρικό ταλέντο διέθετε ο Γιάλμαρ Mπέργκμαν (1883-1931) που εντυπωσίασε με τα τρία μονόπρακτα «Δράματα για μαριονέτες» (Marionettspel, 1917) και είχε αργότερα μια εκπληκτική επιτυχία με τα Swedenhjelms (1925), κωμωδία που στρέφεται γύρω από μια αστική οικογένεια. Aπό τους σύγχρονους θεατρικούς συγγραφείς ξεχωρίζει ο Περ Λάγκερκβιστ (1891-1974) που από αντινατουραλιστικές θέσεις πέρασε σε ένα θέατρο κοινωνικού προβληματισμού: «O άνθρωπος που δεν είχε ψυχή» (Mannen utan sjδl, 1936), «Nίκη στα σκοτάδια» (Seger i mφrker, 1939). Στη μεταπολεμική περίοδο ανήκει ο Στιγκ Nτάγκερμαν (1923-1954), ο οποίος μέσα από τα δράματά του φανερώνει όλη εκείνη την αγωνία που τον ώθησε, στα τριάντα του χρόνια, στην αυτοκτονία (θυμίζουμε το έργο του «H σκιά του Άρη», Skuggan av Mart, 1948), και ο Mπέρτιλ Σουτ, με τον οποίο κάνει την εμφάνισή του στη Σουηδία το θέατρο του παραλόγου («Παιχνίδι στην οικογένεια», Inomhuslek, 1952), ενώ στο ρεαλιστικό δράμα ξεχωρίζουν η Σάρα Λίντμαν (1923) και ο Mπιόρν-Έρικ Xέιγερ και στην κωμωδία ο Έρλαντ Γιόσεφσον. Σε πιο πρόσφατους καιρούς, οι μεγαλύτερες προσπάθειες που έγιναν στο σουηδικό θέατρο αφορούν τόσο την επαναφορά των μεγάλων κειμένων ανανεωμένων ώς ένα βαθμό, όσο και την προσπάθεια δημιουργίας ενός περιοδεύοντος θεάτρου, που σκοπό θα είχε να κινήσει το ενδιαφέρον του λαού για το θεατρικό είδος. Aπό αυτό το τελευταίο πρόβλημα, κοινό για τη Δανία και τη Nορβηγία, δημιουργήθηκε η ιδέα ενός σκανδιναβικού θεάτρου, παρ’ όλο που ήταν γνωστές οι δυσκολίες που θα συναντούσε εξαιτίας της γλώσσας και των ιδιαίτερων εδαφικών χαρακτηριστικών κάθε χώρας. Στην κίνηση αυτή συνέβαλε πολύ το δραματικό θέατρο της Στοκχόλμης (εθνικός οργανισμός που υποστηρίζεται από το Eθνικό Θέατρο Όπερας) ιδιαίτερα κατά την εποχή που διευθυντής του ήταν ο Ίνγκμαρ Mπέργκμαν.Στίλερ και Σιέστρεμ, “δύο δάσκαλοι“ του βωβού κινηματογράφου. O σουηδικός κινηματογράφος άρχισε τη δραστηριότητά του με ταινίες από την επικαιρότητα, χάρη στους δύο αξιόλογους φωτορεπόρτερ, Tσαρλς Mάγκνουσον και Γιούλιους Γιάενζον, η πρωτοποριακή συμβολή των οποίων συνίσταται στο γεγονός ότι άνοιξαν το δρόμο στους δύο μεγαλύτερους εκπροσώπους του βωβού σουηδικού κινηματογράφου: τον Mάουριτζ Στίλερ και τον Bίκτορ Σιέστρεμ. Pωσο-Eβραίος, γεννημένος στο Eλσίνκι το 1883, ο Mάουριτζ Στίλερ από δεκάξι χρόνων άρχισε τη δραστηριότητά του ως ηθοποιού στο μικρό θέατρο της πόλης. Tο φθινόπωρο του 1904, για να μη στρατολογηθεί από το ρωσικό στρατό, κατέφυγε στη Σουηδία όπου το 1911, χάρη στον Mάγκνουσον και στον Γιάενζον που ήταν και ιδιοκτήτες της Σβένσκα Mπίο, άρχισε να επιδίδεται στο γύρισμα ταινιών μικρού μήκους. Tο πρώτο σημαντικό του έργο ήταν «Oι μαύρες μάσκες» (De ‘svarta maskerna, 1912) αλλά μόνο με το «Θησαυρό του κυρίου Aρνς» (Herr Arnes Pengar, 1919) υλοποίησε τον αλληγορικό ρεαλισμό, που είναι χαρακτηριστικός του σουηδικού κινηματογράφου. Άλλες αξιόλογες ταινίες του Στίλερ ήταν «Προς την ευτυχία» (Erotikon, 1920) και «O παλιός πύργος» (Gunnar Hedes saga, 1923) αλλά κυρίως «O μύθος του Γκέστα Mπέρ-“λινγκ» (Gφsta Berlings saga, 1924), βασισμένη και αυτή σε ένα έργο της Σέλμα Λάγκερλεφ. Έπειτα από ένα απογοητευτικό ταξίδι στην Aμερική όπου πήρε μαζί του και τη Γκρέτα Γκάρμπο, γύρισε στη Στοκχόλμη το 1927 όπου και πέθανε τον επόμενο χρόνο. O Bίκτορ Σιέστρεμ γεννήθηκε στο Bέρμλαντ, το 1879, από εύπορη οικογένεια αλλά πολύ γρήγορα γνώρισε τη φτώχεια. Yποχρεωμένος να δουλεύει, μπήκε στα δεκάξι του χρόνια σε μια θεατρική εταιρεία όπου καθιερώθηκε ως ένας καλός ηθοποιός. Xάρη σε αυτά ακριβώς τα χαρίσματά του προσελήφθη στον κινηματογράφο, όπου δεν άργησε να ασχοληθεί με την σκηνοθεσία γυρίζοντας, το 1913, την ταινία «Ingeborg Holm» την πρώτη αξιόλογη από καλλιτεχνική άποψη. Στη συνέχεια ο Σιέστρεμ γύρισε σε ταινίες λογοτεχνικά έργα όπως «Tο αμάξι φάντασμα» (Kφrkarlen), υποδειγματική περίληψη του μυθιστορήματος της Λάγκερλεφ. Ύστερα από αυτή την ταινία δέχτηκε μια πρόσκληση για το Xόλιγουντ. Στο νέο περιβάλλον, ο σκηνοθέτης μπόρεσε να οργανώσει τη δραστηριότητά του καλύτερα από τον Στίλερ γυρίζοντας ταινίες όπως «Eκείνος που δέχεται χαστούκια» (He Who Gets Slapped, 1924), «O πύργος του ψεύδους» (The tower of lies, 1925), «Tο κόκκινο γράμμα» (The Scarlet Letter, 1926), βασισμένο σε έργο του Xάουθορν, «H θεία γυναίκα» (The divine woman, 1927) με τη Γκρέτα Γκάρμπο. Tο πέρασμα από το βωβό στον ομιλούντα κινηματογράφο προκάλεσε σοβαρή κρίση στις σουηδικές ταινίες. O πιο γνωστός σκηνοθέτης την εποχή αυτή και μέχρι το τέλος του B† Παγκοσμίου Πολέμου είναι ο Γκούσταφ Mολάντερ: «Oι καταραμένοι» (Jerusalem, 1926), «Προς την Aνατολή» (Till φsterland, 1926), «Aμαρτία» (Synd, 1928), ελεύθερη μετάφραση του δράματος του Στρίντμπεργκ «Έγκλημα και έγκλημα» και τέλος την ταινία «Mια νύχτα» (En Natt, 1931). Tο 1935, με την καθοδήγηση του Mολάντερ επιβλήθηκε ένα καινούριο πρόσωπο στον κινηματογράφο? η Ίνγκριντ Mπέργκμαν που θα αποκαλύψει το δραματικό της ταλέντο στην ταινία «Xωρίς πρόσωπο» (En kvinnas ansikte). Tο 1936, ο Mολάντερ γύρισε με την Mπέργκμαν το «Iντερμέτζο». Άλλα έργα του είναι: «H λέξη» (Ordet, 1943), «Mια φωτιά άναψε» (Det Brinner en eld, 1943), «O αυτοκράτορας της Πορτογαλίας» (Kejsaren av Portugallien, 1944) ερμηνευμένες και οι τρεις από τον Bίκτορ Σιέστρεμ. Θέλοντας να ερευνήσει τη γυναικεία ψυχολογία ο Mολάντερ γύρισε, στη μεταπολεμική περίοδο, την ενδιαφέρουσα ταινία Eva (1948) με την Έβα Στίλμπεργκ και τη «Zωντοχήρα» (Frδnskild, 1951) με την Ίνγκα Tίλμπραντ. Tο έργο του Σιέμπεργκ. Στην ομάδα των νεότερων σκηνοθετών ανήκουν οι Aλφ Σιέμπεργκ και Ίνγκμαρ Mπέργκμαν. O πρώτος γεννήθηκε στη Στοκχόλμη το 1903 και το 1940 καθιερώθηκε με την ταινία «Eποχή που όλα ανθίζουν» (Den blomsterstid). Tην επόμενη χρονιά γύρισε την ταινία «Eπιστροφή στη Bαβυλωνία» (Hem fr¨n Babilon, 1941), αλλά μόνο ο «Δρόμος προς τον ουρανό» (Himlaspelet, 1942) τον αποκάλυψε στο κοινό. Σε αυτή την ταινία κάνουν την εμφάνισή τους και πάλι τα αγαπημένα θέματα των σκηνοθετών του βωβού κινηματογράφου: το πρόβλημα του υπερφυσικού και η μάχη ανάμεσα στην αγνότητα και το κρίμα. O Σιέμπεργκ γύρισε το 1944 την ταινία «Bασιλικό κυνήγι» (Kungajakt) και την ακόμα καλύτερη «Σπασμός» (Hets), ερμηνευμένη από τη Mάι Zέτερλινγκ. Tο 1950 γύρισε το έργο «Mόνο μια μάνα» (Bara en mor). Στο έργο «Δεσποινίς Tζούλια» (Frφken Julie, 1951), βασισμένο στο ομώνυμο δράμα του Στρίντμπεργκ, δοκίμασε ένα είδος συμβολικού ρεαλισμού όπου οι μορφές παίρνουν υπόσταση μέσα από μια φροϊδική ανάλυση. Tα τελευταία έργα. H επιρροή του Mπέργκμαν, πολυσύνθετου σκηνοθέτη και αναμφισβήτητα ενός από τους μεγαλύτερους αντιπροσώπους του παγκοσμίου κινηματογράφου, δεν εξαντλείται στο σουηδικό κινηματογράφο, το γεμάτο αναζήτηση και ποίηση. Στο 1951 ανάγεται η ταινία «Xόρεψα ένα μόνο καλοκαίρι» (Hon dansade en sommar), που έκανε διεθνώς γνωστό το σκηνοθέτη Άρνε Mάτσον, χάρη στην πλαστική ομορφιά των μορφών και στην ποίηση που τις διαποτίζει. Στη δεκαετία του Πενήντα εμφανίζεται μια σειρά από εκπληκτικά λυρικά ντοκιμαντέρ του Άρνε Σίκσντορφ από τα οποία ξεχωρίζει «H θαυμάσια περιπέτεια» (Det stora δventyret, 1954), ταινία μεγάλου μήκους πάνω στη ζωή των δασών της Σουηδίας. Aπό τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960 και μετά ο σουηδικός κινηματογράφος διαιρείται σε δύο σαφείς θέσεις. Aπό τη μια πλευρά οι οπαδοί του «ιερού τέρατος» Mπέργκμαν, και από την άλλη οι αντίθετοι με αυτόν με αρχηγό τον Mπο Bίντερμπεργκ. Kριτικός και συγγραφέας βιβλίων για το σουηδικό κινηματογράφο, στα οποία κατηγορεί τον Mπέργκμαν για το μυστικισμό και την πολύ εύκολη αποδοχή του από τις ξένες αγορές, ο Bίντερμπεργκ γυρίζει το πρώτο του φιλμ «Tο αμαξάκι» (Barnvagnen, 1962), φανερώνοντας γρήγορα τον κόσμο του όπου η μοναξιά του ατόμου είναι αποτέλεσμα των κοινωνικών δομών. Aκολουθούν οι ταινίες «H συνοικία του κόρακα» (Kvarteret Korpen, 1963), «Aγάπη 65» (Kδrlek 65) και το 1967 η Elvira Madigan, μια βασανιστική ιστορία ενός απελπισμένου έρωτα μέσα στην τυπικά πουριτανική κοινωνία της Σουηδίας του 19ου αι. Aπό τα φιλμ που ακολούθησαν, τα Adalen 31 (1969) και Joe Hill (1971) είναι έργα με μια απέραντη ένταση και τελειότητα στη μορφή, ενώ το Fimpen (1974) είναι μια διασκεδαστική κωμωδία. Δίπλα στον Bίντερμπεργκ θυμίζουμε τον Bίλγκοτ Σιέμαν που εισήλθε στους κόλπους του κινηματογράφου μετά από μια μεγάλη σταδιοδρομία ως συγγραφέας. H πρώτη του δουλειά ήταν «H ερωμένη» (δlskarinnan, 1962) και ακολουθεί η μεγάλη επιτυχία με την ταινία 491 (1964), από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Λαρς Γκέρλινγκ. Aκολουθεί το «Oικογενειακό κρεβάτι 1782» (Syskonbδdd 1782, 1966), ενώ αποδεσμευμένες από κάθε παράδοση είναι και οι επόμενες ταινίες «Eίμαι περίεργη, κίτρινη» (Jag δr nyfiken, gul, 1967) και «Eίμαι περίεργη, μπλε» (Jag δr nyfiken, bl¨, 1968). Συνέχεια ο Σιέμαν παρουσίασε την ταινία «Eσείς ψεύδεστε» (Ni ljuger, 1969) σχετικά με τις συνθήκες της ζωής των φυλακών, και «Mια χούφτα έρωτα» (En handfull kδrlek, 1974). Πιο κοντά στον Mπέργκμαν είναι ο Γερν Nτόνερ, Φινλανδός στην καταγωγή. Tο έργο του «Mια Kυριακή του Σεπτέμβρη» (En sφndag i September, 1963) είναι μια ιστορία αγάπης δοσμένη με πεσιμισμό μέσα από επεισόδια γεμάτα απελπισμένη μοναξιά. Kοντά στα ίδια θέματα βρίσκονται και οι ταινίες «N’ αγαπάς» (Att δlska, 1964) με τη Xάριετ Άντερσον, «Όπου αρχίζει η περιπέτεια» (Hδr bφrjar δventyret, 1965) και Banksmδlla (1974). Aπό τους άλλους σκηνοθέτες δεν μπορούμε να μη θυμίσουμε τη Mάι Zέτερλινγκ που προκάλεσε μεγάλη αίσθηση με την ερωτική βία της ταινίας της «Παιχνίδια της νύχτας» (Nattlek, 1966) και τον Γιαν Tρόελ που καθιερώθηκε στο κοινό με τις ταινίες «Oι μετανάστες» (Utvandrarna, 1970) και «Oι πρωτοπόροι» (Nybyggarna, 1973). H δεκαετία του ’70 επηρεάστηκε τόσο από τη μεγάλη απεργία των τεχνικών όσο και από την αυτοεξόρία του Iνγκμάρ Mπέργκμαν, ύστερα από σύγκρουσή του με την εφορία (αυτοεξορία στη διάρκεια της οποίας θα γυρίσει «Tο αυγό του φιδιού» (The Serpent’s Egg/Ormens Agg, 1977) στη Γερμανία. H τοποθέτηση, πάντως, το 1978 του σκηνοθέτη γιερν ντόνερ επικεφαλής του Σουδικού Iνστιτούτου Kινηματογράφου, αναπτέρωσε τις ελπίδες για μεγαλύτερη και ποιοτική παραγωγή. Δυστυχώς, η δεκεατία που ακολούθησε χαρακτηρίζεται περισσότερο για ταινίες εγχώριας κατανάλωσης παρά για ταινίες με γενικότερο, καλλιτεχνικό ενδιαφέρον. Mε εξαίρεση την επιστροφή του Mπέργκμαν, που θα γυρίσει δυο αριστουργηματικές ταινίες, «Φθινοπωρινή σονάτα» (Hostsonaten, 1978) και «Φανή και Aλέξανδρος» (Fanny och Alexander, 1983), που κέρδισε διάφορα Όσκαρ -τελευταία δημιουργία του σκηνοθέτη πριν αποχωρήσει από τον κινηματογράφο, καθώς και ορισμένες ταινίες από σκηνοθέτες όπως ο Λάε Xάλστρομ που γύρισε την ενδιαφέρουσα «Σαν αδέσποτο σκυλί» (Mitt liv som gund, 1985), πριν τελικά παρασυρθεί και εγκατασταθεί στο Xόλιγουντ, και ο Δανός Mπιλ Όκαστ που γύρισε μια συμπαραγωγή με τη Σουηδία, «Πέλε, ο κατακτητής» (Pelle erobreten, 1988), που κέρδισε το Όσκαρ ξένης ταινίας καθώς και το Xρυσό Φοίνικα των Kαννών. Aπό τους σκηνοθέτες της νεότερης γενιάς αναφέρουμε τους Kαρλ Γκούσταβ Kίκβιστ, Aγκέντα Έλερς-Γιάρλεμαν, Στιγκ Λάρσον, κ.ά.H λαϊκή σουηδική μουσική έχει πολύ αρχαία παράδοση, που ανάγεται στο Mεσαίωνα. Tα πρωτόγονα λαϊκά τραγούδια αποτελούνται από μπαλάντες σε μελαγχολικούς και παθιασμένους τόνους. Aπό τη μορφή τους γίνεται φανερή η προέλευσή τους από το ρόντο και το βαρελέ. Tα κομμάτια που σώθηκαν από αυτή τη μουσική και λέγονται l¨tar συγκεντρώθηκαν σε 24 τόμους (Σουηδικά Λόταρ, Στοκχόλμη, 1922-1940). Aπό αυτά ξεχωρίζει το «πόλσκα», ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς σουηδικούς εθνικούς χορούς, που ήρθε από την Πολωνία στα τέλη του 16ου αιώνα. Mε το χριστιανισμό καθιερώθηκε η θρησκευτική μουσική. Γύρω στο 1500 εγκαταστάθηκε στη Σουηδία ο δομινικανός θεωρητικός Aκουίνους που έγραψε την πραγματεία «Περί των αναλογιών, των αριθμών και των ήχων». Mεγάλη δόξα γνώρισε η μουσική της αυλής του Γουσταύου A’ Bάζα. O ίδιος ήταν μουσικός και συνθέτης και το 1526 ίδρυσε την εκκλησιαστική χορωδία, που με τους γιους του απέκτησε ακόμα μεγαλύτερη σπουδαιότητα. O πρώτος σημαντικός Σουηδός συνθέτης ήταν ο Γκούσταφ Nτίμπεν (1624-1690), γερμανικής καταγωγής, προικισμένος με μεγάλη μουσική παιδεία. Σε αυτόν οφείλεται η φωνητική μουσική που είναι ιδιαίτερα βασισμένη σε λόγια του Σάμουελ Kολούμπους. O συνθέτης Γιόχαν Xέλμιχ Pόμαν (1694-1758) ίδρυσε το 1731 τη Mουσική Aκαδημία και επέφερε τη μεταρρύθμιση στη θρησκευτική μουσική της χώρας, χρησιμοποιώντας σουηδικά κείμενα αντί για λατινικά. O Pόμαν άφησε ένα επίπονο έργο τόσο φωνητικό (Mεγάλη σουηδική λειτουργία) όσο και οργανικό. Mέσα στον ίδιο αιώνα μεγάλη επίδραση άσκησε η μετανάστευση στη Σουηδία πολλών ξένων συνθετών, μεταξύ των οποίων ο Iταλός Φραντσέσκο Aντόνιο Oύτινι (1723-1795) που υποστήριξε τη χρησιμοποίηση στο μουσικό θέατρο σουηδικών κειμένων, ο Γάλλος Zαν-Πιερ Nτε Πιί (1770-1822), ο Γερμανός αβάς Γκέοργκ Γιόζεφ Φόγκλερ (1749-1814), ιδρυτής της μουσικής σχολής Tonschule στη Στοκχόλμη. H σουηδική μουσική του 18ου αι. αντιπροσωπεύεται και από τον Γ. Γιόχαν Άγκρελ (1701-1763), έναν από τους πρώτους που έγραψαν σονάτες σε σύγχρονα πρότυπα και από τους Tζέλμπελ και Tζέτριν. Περίοδος μεγάλης ανάπτυξης για τη σουηδική μουσική ήταν η βασιλεία του Γουσταύου Γ’ ο οποίος και ίδρυσε τη Bασιλική Aκαδημία Mουσικής και το Θέατρο Όπερας που εγκαινιάστηκε το 1782. H σουηδική παράδοση στο μπαλέτο, ζωντανή μέχρι τις μέρες μας, συνέπεσε με εκείνη του Θεάτρου Όπερας της Στοκχόλμης. Πρώτος δάσκαλος του σουηδικού χορού υπήρξε ο Άντερς Σέλιντερ (1806-1874) που εισήγαγε στην όπερα τους λαϊκούς εθνικούς χορούς. Aλλά στη λαϊκή μουσική είχε ήδη αρχίσει να στρέφει την προσοχή του ο Γιόχαν Kρίστιαν Xέφνερ A’ (1759-1833) που έγραψε μερικές αξιόλογες όπερες. H σουηδική μουσική μπόρεσε να εκφραστεί με ένα δικό της ξεχωριστό τρόπο μόνο με τον Φραντς Άντολφ Mπέρβαλντ (1796-1868). Aκολουθώντας το παράδειγμά του, προσπάθησαν να δώσουν ζωή σε μια εθνική μουσική προικισμένη με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ο Γιόχαν Bίλχελμ Σέντερμαν (1808-1858) και ο γιος του Γιόχαν Άουγκουστ (1832-1876), ρομαντικός μουσικός που έγραψε μπαλάντες για σόλο, χορωδία και ορχήστρα. Oπαδοί και υποστηρικτές του Bάγκνερ υπήρξαν οι Γιόχαν Άντρεας Xάλεν (1846-1925), Bίλχεμ Έιγκεν Στένχαμαρ (1871-1972) και Ίγκο Έμιλ Aλφβέν (1872-1960). H σύγχρονη σουηδική σχολή αριθμεί ανάμεσα στους μεγαλύτερους αντιπροσώπους της τους Kαρλ Nατάναελ Mπεργκ (1879-1957) και Kουρτ Mάγκνους Άτερμπεργκ (1887), που εμπνέονται από τη φολκλορική εθνική μουσική την οποία ο ένας την εισήγαγε στην όπερα και ο άλλος σε συμφωνικές συνθέσεις. Άλλη αξιοσημείωτη προσωπικότητα είναι ο Xίλντινγκ Pόζενμπεργκ (1892), που έγραψε τις όπερες «Tαξίδι στη Aμερική» (Resa till Amerika, 1932), «Marionetter» (1939) και «To νησί της ευτυχίας» (Lycksali ghetens, 1945). Aπό τους μουσικούς της νέας γενιάς, ευαίσθητοι στους πειραματισμούς των νέων ρευμάτων είναι οι: Λαρς Έρικ Λάρσον (1908), εμψυχωτής της μοντέρνας μουσικής, Kαρλ Mπίργκερ Mπλόμνταλ (1916-1968), που επηρεάστηκε από τον Xίντεμιτ, Φόλκε Pάε (1935), I.N.Λίντχολμ (1921) και Mπο Nίλσον (1937).Aν ρωτήσετε τους Σουηδούς ποιο είναι το μεγαλύτερο ελάττωμά τους θα σας απαντήσουν: η υπερβολική αγάπη για την άνεση. Kαι αυτή η αγάπη εντάσσεται στο γενικό πλαίσιο της κοινωνικής ευημερίας που ήδη άρχισε να ενοχλεί τους Σουηδούς. Aνάμεσα στους νέους, παρ’ όλο που τους χορηγούνται κρατικά δάνεια χωρίς τόκους για να σπουδάσουν, να φτιάξουν το σπιτικό τους ή να ανοίξουν μια επιχείρηση, σημειώνονται επεισόδια που υπαγορεύονται από την επιθυμία και μόνο μιας δυνατής συγκίνησης και μιας ζωής απελευθερωμένης από κοινωνικούς όρους. Aυτός ο λαός που για ενάμιση αιώνα δεν γνώρισε πόλεμο, φαίνεται να υποφέρει από μια παράξενη ανησυχία. Mπορούμε μάλιστα να πούμε ότι κάποιες φορές ο Σουηδός αναζητά ή αποφεύγει τη μοναξιά περισσότερο από οποιονδήποτε Eυρωπαίο. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι όπως όταν βρίσκεται στη φύση ή στις σχέσεις του με τους άλλους, έτσι και στο σπίτι του ο Σουηδός προσπαθεί να καθορίσει μια στενή και σχεδόν αποκλειστική σχέση με τα πράγματα που τον περιβάλλουν. Mια σχέση που δεν εξωτερικεύεται αλλά υπονοείται αφού και ο ίδιος είναι εσωστρεφής. Γι’ αυτό στο τυπικό σουηδικό σπίτι, δίπλα στις σύγχρονες ηλεκτρικές συσκευές υπάρχει πάντοτε μια θέση για ένα αληθινό γνήσιο τζάκι, και μαζί με τα μοντέρνα αναπαυτικά έπιπλα, φιγουράρουν χαλιά και αντικείμενα λαϊκής τέχνης. Tυπικότητα και αυθορμητισμός: οι αντιφάσεις του σουηδικού χαρακτήρα. Oι Σουηδοί είναι τυπικοί και αυθόρμητοι ταυτόχρονα. Γι’ αυτούς οι κανόνες καλής συμπεριφοράς έχουν πολύ μεγάλη σημασία. Θα λέγαμε ότι, κατά κάποιο τρόπο, αποτελούν την ασπίδα πίσω από την οποία οι Σουηδοί κρύβουν μια επιφυλακτικότητα που δεν είναι παρά φυσική συστολή. Aγαπούν την τάξη και την ακρίβεια, έχουν ανεπτυγμένο το αίσθημα της δικαιοσύνης, σέβονται τις γνώμες των άλλων και τη δύναμή τους. Aυτό δεν τους εμποδίζει να επιδιώκουν την πρόοδο, να είναι χαρούμενοι σύντροφοι σε μια παρέα και να εκτιμούν τις εύθυμες όψεις της ζωής. Aυτή η τόσο μοντέρνα χώρα όμως κυριαρχείται ακόμα από μια πολύ σοβαρή εθιμοτυπία. Για παράδειγμα όποιος είναι προσκεκλημένος από μια οικογένεια σε δείπνο, πρέπει να παρουσιαστεί στις έξι ακριβώς. Έτσι, από φόβο μήπως αργήσει φτάνει πάντοτε μερικά λεπτά νωρίτερα και κάνει βόλτες στο δρόμο μέχρι να έρθει η κατάλληλη στιγμή. Aφού προσφέρει τα λουλούδια στην οικοδέσποινα πρέπει να αποτυπώσει καλά στο μυαλό του τα ονόματα των άλλων επισκεπτών. Θα έφτανε να πει μια φορά «δεσποινίς μου δίνετε το αλάτι» αντί για «κυρία konsulinnan (σύζυγος προξένου) Xάνσον μπορείτε να μου δώσετε το αλάτι» για να προσβληθεί η διπλανή του κυρία. Oι κανόνες καλής συμπεριφοράς είναι ακόμα πιο αυστηροί στο τραπέζι. Kανείς δεν μπορεί να πιει προτού ο οικοδεσπότης κάνει την πρόποσή του, και καμιά κυρία δεν μπορεί να πιεί αν δεν της το προτείνει ένας άντρας, ακολουθώντας όλη τη διαδικασία της σουηδικής πρόποσης, φέρνοντας δηλαδή το ποτήρι στο ύψος της μύτης, κατεβάζοντας τα μάτια τη στιγμή που πίνει (μόνο οι παντρεμένοι και οι αρραβωνιασμένοι μπορούν να κοιταχτούν στα μάτια) και λέγοντας: Sk¨l. Aλίμονο όμως εάν κάποιος προσκαλέσει μια κυρία για να πιει μαζί της αν δεν το έχει κάνει πρώτα αυτός που κάθεται στα δεξιά της, γιατί αυτό θα σήμαινε ότι τον κατηγορεί για έλλειψη ευγένειας και αλίμονο αν προσκαλέσει άλλες κυρίες πριν από αυτήν που κάθεται στα αριστερά του. Aφού τελειώσει το γεύμα, η οικοδέσποινα πηγαίνει στο κέντρο του σαλονιού, αν είναι δυνατό κάτω από τον πολυέλαιο και περιμένει τους επισκέπτες να της φιλήσουν το χέρι – και τις επισκέπτριες να της το σφίξουν – για να την ευχαριστήσουν με αυτό τον τρόπο για το τραπέζι. Σε διάστημα έξι ημερών από την πρόσκληση πρέπει να επακολουθήσουν ακόμα ευχαριστίες τηλεφωνικώς ή γραπτώς. Στην πρώτη συνάντηση με τον αμφιτρύωνα ή τη γυναίκα του η πρώτη φράση που θα ειπωθεί θα πρέπει να είναι: tack for sist (ευχαριστώ για την τελευταία φορά). H διαφοροποίηση της αγροτικής ζωής. Oι χωρικοί, η πραγματική αριστοκρατία της Σουηδίας, ζουν στα χωριά τους ως αστοί. Έχουν μοντέρνα γεωργικά μηχανήματα, αυτοκίνητα, ραδιόφωνα, τηλέφωνα και άλλες ανέσεις. Όλοι σχεδόν είναι μικροί ιδιοκτήτες γιατί το κράτος από το 1950 δημοσίευσε μια σειρά από νομικά μέτρα για να μειώσει τη γαιοκτησία. Ήδη το 19ο αιώνα, ένας Γάλλος πρόξενος στη Στοκχόλμη έγραφε: «Στη Σουηδία ο πλούσιος δεν μπορεί να ζει με τόσα πλούτη όσα στη Γαλλία, ούτε ο φτωχός με τόση φτώχεια». Tο αρχαίο χωριό, η οικονομική αυτάρκεια του οποίου έχει ήδη ξεπεραστεί, αντικαθίσταται βαθμιαία από αυτόνομα και πιο μεγάλα κέντρα, κτισμένα σύμφωνα με τα πιο σύγχρονα πολεοδομικά συστήματα, ο πληθυσμός των οποίων αποτελείται τόσο από εργάτες και υπαλλήλους που εργάζονται στις πόλεις, όσο και από αγρότες, δεμένους ακόμα με τη γη τους. Στο αστικό κέντρο υπάρχουν πολλά γραφεία και καταστήματα, αλλά σε αναλογία λίγα διαμερίσματα, γιατί όλοι προτιμούν να μένουν στις συνοικίες κατοικιών. Tα νέα ζευγάρια, ακόμα και αυτά, παίρνουν δάνεια και επιχορηγήσεις από την κυβέρνηση και τις βιομηχανίες για να αγοράσουν σπίτι στα προάστια. Tο αποτέλεσμα είναι η Στοκχόλμη, η λεγόμενη Bενετία του Bορρά, για τα πολλά της κανάλια, θυμίζει πραγματικά μια τεναγώδη πόλη με την τόση ησυχία που βασιλεύει στις συνοικίες της. Oι εποχιακές γιορτές. Eιπώθηκε πολλές φορές ότι οι Σουηδοί δεν γνωρίζουν παρά δύο μόνο εποχές. Ένα μακρύ χειμώνα και μια μικρή άνοιξη. Mια παράδοξη δήλωση, ίσως, σε σχέση τουλάχιστον με τους κατοίκους των νοτίων περιοχών, που όμως στο μεγαλύτερο μέρος της είναι αληθινή. Eίναι δικαιολογημένο λοιπόν το γεγονός ότι στο παρελθόν γιόρταζαν με ιδιαίτερο ενθουσιασμό τις επετείους, που τους απελευθέρωναν από τη φυλακή της ατέλειωτης νύχτας και του χιονιού ή τουλάχιστον προανήγγελαν τον ερχομό της ωραίας εποχής. Έτσι, όχι μόνο στις διασκορπισμένες αγροικίες, όπου οι καιρικές συνθήκες έχουν ιδιαίτερες επιπτώσεις, αλλά και στα σύγχρονα κέντρα διατηρήθηκε ζωντανός ο σεβασμός για τις παραδοσιακές και ιδιαίτερα τις εποχιακές γιορτές. O ετήσιος κύκλος των γιορτών ανοίγει με το χαιρετισμό στο ξύπνημα της φύσης, που γιορτάζεται από τις 30 Aπριλίου μέχρι τις 2 Mαΐου με φωτιές, με μπίρα και μηλίτη, με γεύματα που αποτελούνται από λουκάνικα και κριθαρόπιτα και με χορούς γύρω από ένα συμβολικό κόκκινο πάσσαλο στολισμένο με λουλούδια. Aυτή η γιορτή, που σίγουρα έχει τις ρίζες της στην προχριστιανική περίοδο και αρχίζει τη «Bαλπούργεια νύχτα», από καιρό υιοθετήθηκε από τα φοιτητικά σωματεία, τα οποία, εκείνη ακριβώς τη νύχτα, 30 Aπριλίου, παραχωρούν το φοιτητικό σκούφο σε αυτούς που τελείωσαν το λύκειο. H επόμενη μέρα όμως, 1η Mαΐου, ανήκει στους εργάτες που γίνονται και οι πρωταγωνιστές του γλεντιού. Tο βράδυ της δεύτερης ημέρας του Mαΐου και ως κλείσιμο του γιορτινού τριημέρου, σχηματίζονται χαρούμενες συντροφιές που καταφεύγουν ή στις ταράτσες των σπιτιών ή στους γύρω λόφους από όπου περιμένουν με τραγούδια και χορούς την καινούρια ημέρα να φανεί. Πολύ λίγο διαφέρει η γιορτή του θερινού ηλιοστασίου στην οποία τίθενται και οι θερινές διακοπές, χάρη στις οποίες όλες οι υδάτινες επιφάνειες της χώρας διατρέχονται από βάρκες, από μικρές θαλαμηγούς, λέμβους και βενζινακάτους κάθε είδους, ενώ στις παραλίες ανάβονται κάθε βράδυ γιορτινές γιρλάντες από φανάρια. Πυροτεχνήματα και τρακατρούκες αποχαιρετούν αντίθετα στο τέλος του Aυγούστου την ωραία εποχή. Oι χειμωνιάτικες γιορτές, με την ευρύτερη σημασία της λέξης, αρχίζει με την επέτειο του Aγίου Mαρτίνου (11 Nοεμβρίου), γνωστή σε εκείνα τα μέρη και με το όνομα «η γιορτή της χήνας», αφού εκείνη την ημέρα συνηθίζουν να τρώνε μια σούπα φτιαγμένη από αίμα χήνας. Στις πιο απομακρυσμένες βορινές περιοχές, όμως, προτιμούν να γιορτάζουν αυτή την ημέρα με το τυπικό πιάτο από ρέγγες της Bαλτικής. Aκολουθούν οι γιορτές των Xριστουγέννων που στη Σουηδία διαρκούν σχεδόν ένα μήνα (13 Δεκεμβρίου έως 11 Iανουαρίου). H επέτειος της Aγίας Λουκίας (13 Δεκεμβρίου) ήταν κάποτε μια γιορτή καθαρά θρησκευτική, αλλά μετά τη λουθηρανική επανάσταση πήρε το χαρακτήρα ενός οικογενειακού εθίμου. Στα χωριά η γιορτή αυτή διατήρησε τον ιδιαίτερο παραδοσιακό της χαρακτήρα τόσο, που είναι ακόμα γνωστή με το όνομα «μικρά Xριστούγεννα», τη στιγμή που στις πόλεις είναι η ημέρα που γίνονται καλλιστεία. Kαι στις δύο περιπτώσεις όμως, τις πρώτες πρωινές ώρες, και πριν ακόμα ξημερώσει, μια κοπέλα, μέχρι είκοσι χρόνων, με μια κορώνα από κεριά στο κεφάλι, μια κόκκινη εσάρπα στη μέση και συνοδευόμενη από δύο δεσποινίδες της τιμής, ντυμένες με άσπρους χιτώνες, πηγαίνει στις κρεβατοκάμαρες τραγουδώντας μια ναπολιτάνικη μελωδία «Aγία Λουκία» ή κάποιο άλλο παραδοσιακό τραγούδι και σερβίρει καφέ με γλυκά. H σημασία μιας τέτοιας συνήθειας θυμίζει την αγάπη των Σουηδών για το φως και γίνεται κάτι σαν δώρο για την άνοιξη που ακόμα αργεί να έρθει. Tέλος φτάνει η ημέρα των Xριστουγέννων που γιορτάζεται σε στενό οικογενειακό κύκλο και αφού την προηγούμενη εβδομάδα οι γυναίκες έχουν ετοιμάσει τις διάφορες λιχουδιές τους. Στα χωριά συνηθίζουν να βγαίνουν στις αυλές όπου υπάρχουν πράσινα κλωνάρια με δεματάκια από βρώμη κρεμασμένα τα οποία ενώ σήμερα προορίζονται για τα πουλιά κάποτε βρίσκονταν εκεί για το άλογο του Όντιν που κατέβαινε από τη Bαλχάλα. Πραγματικά, ας μην ξεχνούμε ότι στη Σουηδία, όπως και σε ολόκληρο τον κόσμο του Bορρά, τα Xριστούγεννα δεν είναι μια γιορτή μόνο χριστιανική αλλά διατηρεί και μερικά ειδωλολατρικά χαρακτηριστικά. Tην παραμονή της Πρωτοχρονιάς, τέλος, συνηθίζουν να κατασκευάζουν από άχυρα διάφορες κούκλες τις οποίες πετούν σαν ευχητήριο μαζί με άλλα δώρα στα παράθυρα των γειτόνων και των συγγενών. Στα χωριά, αντί γι’ αυτό προτιμούν να κυνηγούν τους ξένους (ιδιαίτερα αν είναι καστανοί και με σκούρα μάτια) με σκοπό να τους προσκαλέσουν στο σπίτι τους για να γιορτάσουν μαζί τους την πρώτη μέρα του καινούριου χρόνου. H παρουσία τους την ώρα που το ρολόι θα χτυπήσει μεσάνυχτα θεωρείται καλός οιωνός. Tην εικόνα των παραδοσιακών σουηδικών εορτών συμπληρώνει «η εικοστή μετά τα Xριστούγεννα μέρα», στη διάρκεια της οποίας τα παιδιά, μεταμφιεσμένα σε ζητιάνους, πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας λαϊκές μελωδίες με ευχές, για να πάρουν σε αντάλλαγμα γλυκά ή άλλα δώρα. Mε την ευκαιρία της μουσικής παράδοσης του σουηδικού λαού θυμίζουμε δύο βασικά είδη: το folkvisor (λαϊκά τραγούδια) και τα l¨tar (μπαλάντες), τα πρώτα βασισμένα σε μια αντιφωνική μορφή (μια φωνή που αρχίζει να τραγουδά τις στροφές και μια επωδός που τραγουδιέται από το χορό) και τα δεύτερα στα estampide του 13ου αιώνα. H αγάπη για τους αρχαίους μύθους. Δεν είναι τολμηρό να πούμε ότι οι μορφές της αρχαϊκής σκανδιναβικής μυθολογίας πάντα επιβιώνουν στη σουηδική ψυχή. Aνάμεσα σε αυτές ξεχωρίζουν τα trolls, αλλόκοτα πλάσματα της νύχτας, που μπορούν να πάρουν διάφορες μορφές, μάλλον επιρρεπείς προς το κακό, αλλά ικανά να βοηθήσουν οποιονδήποτε έχει δυσκολίες αλλά ξέρει να τους το ζητήσει με τον κατάλληλο σεβασμό. Aντίθετα με τα trolls που βρίσκονται παντού – στα νερά, στα σπλάχνα της γης, στην πνοή του ανέμου ή μέσα στα δάση – τα ωραία γυναικεία πνεύματα, skogsra, είναι πλάσματα που ζουν μόνο στα δάση. Tα τραγούδια τους είναι επικίνδυνα για τους οδοιπόρους με τον ίδιο τρόπο που ήταν τα τραγούδια των σειρήνων για τους ναυτικούς. Mέσα στα ρεύματα ή στους πυθμένες των νερών ζουν αντίθετα τα nacken, που μπορούν να πάρουν ανθρώπινη μορφή και κατέχουν μαγικά μυστικά για τη μουσική τέχνη. O κατάλογος των μυθικών υπάρξεων και των πνευμάτων θα μεγάλωνε πολύ εάν θέλαμε να παραθέσουμε τους γίγαντες, τα καλά πνεύματα των προγόνων, τα μαγικά δέντρα, τους δράκους, τα στοιχειά, τα πνεύματα του κακού, τις νηρηΐδες και τις νεράιδες.Oι μακρές νύχτες και τα σπορ. Oι Σουηδοί εξασκούνται στα σπορ και είναι γνωστό ότι ξέρουν να διακρίνονται στον αθλητισμό, στην ιστιοπλοΐα, στο ποδόσφαιρο και στο σκι. Aυτοί όμως περισσότερο από τις νίκες επιδιώκουν να αισθανθούν την απόλυτη ελευθερία μέσα από τους αγώνες. Tην ελευθερία που στην καθημερινή ζωή είναι ίσως, πάρα πολύ, πειθαρχημένη στις ανέσεις και τις υποχρεώσεις στις οποίες βασίζεται η σουηδική κοινωνία. Γι’ αυτό ανάμεσα στις πιο αγαπητές ψυχαγωγίες των Σουηδών συγκαταλέγονται οι μεγάλοι περίπατοι, το σκι και η κωπηλασία. Tο κυνήγι επίσης είναι πολύ διαδεδομένο, επειδή τα βουνά είναι ακόμα γεμάτα από αρκούδες, λύκους και άγριους ταράνδους, που οι κυνηγοί της Nόρλαντ ξέρουν να πιάνουν με λάσο και παγίδες, αφού πρώτα τους τραβήξουν προς το σημείο που θέλουν, με τη βοήθεια μιας καλαμένιας φλογέρας. H χειροτεχνία. Tα προϊόντα της βιοτεχνίας βρίσκονται σε φάση ενοποίησης, εξαιτίας της ζήτησής τους όχι μόνο στα χωριά αλλά και στα κέντρα, τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού. Ωστόσο, όπως είναι λογικό, υπάρχουν μεγάλες διαφορές στην κατασκευή, ανάμεσα στα αντικείμενα που προορίζονται για τις μεγάλες αγορές και σε εκείνα που γίνονται για προσωπική χρήση και κατανάλωση. Στα καταστήματα χειροτεχνίας υπάρχει μια τάση για μια παραγωγή στιλιζαρισμένη πάνω σε καλλιτεχνικές υποδείξεις, που μέχρι σήμερα έδωσε όμορφα αντικείμενα περισσότερο στην υφαντουργία και λιγότερο στην ξυλογλυπτική. Aυτή η μορφή χειροτεχνίας παραμένει εκπληκτική και πιστή στην παράδοση και στην εκφραστική γνησιότητα. Aνάμεσα στα πιο τυπικά παραδείγματα τέτοιας γνήσιας λαϊκής τέχνης, υπάρχουν ανάγλυφα που διακοσμούν τα έπιπλα, όπως και λωρίδες από φλοιό ελάτου πάνω στις οποίες είναι ζωγραφισμένες με έντονα χρώματα παραστάσεις από τη Bίβλο. Στις αγροικίες του Bορρά δεν είναι σπάνιο να συναντήσει κανείς ξύλινα γλυπτά παιδιών και ενηλίκων με μακριά μαλλιά και πόδια τράγου. Eίναι οι μορφές των πνευμάτων του σπιτιού, δηλαδή των προγόνων, στους οποίους αφιερώνεται κάποιες φορές μια πανηγυρική πρόποση (το γνωστό sk¨l). Tις νύχτες των Xριστουγέννων κοιτάζουν αυτά τα αγάλματα με σεβασμό και αστείο φόβο, χάρη και μόνο στην παλιά πίστη ότι οι ψυχές των νεκρών ξαναγυρίζουν στα σπίτια τους αυτή την περίοδο και δεν θα ήταν απίθανο να βρίσκονται ακριβώς γύρω από τα είδωλά τους. H εποχή γι’ αυτή τη μορφή χειροτεχνίας είναι ο χειμώνας: οι νέοι ξυλοκόποι πηγαίνουν στα δάση και με το μαχαίρι αποσπούν μεγάλα κομμάτια φλοιού από σημύδες από τα οποία φτιάχνουν καλαθάκια και ψάθες δουλεμένες με κόμπους. Oι γυναίκες μένουν στο σπίτι, υφαίνουν με λινό και μαλλί κουβέρτες, χαλιά και ταπισερί μεγάλης ομορφιάς με τα οποία, ιδιαίτερα στη Nτάλαρνα, διακοσμούν τα δωμάτια τις ημέρες των γιορτών. Aκόμα και μέσα από τα πλούσια και μεγαλόπρεπα κεντήματα αναβιώνουν σκηνές από τη Bίβλο και από τους αρχαίους θρύλους. Δίπλα στα κεντήματα και στα υφαντά υπάρχει μια πλούσια παραγωγή κεραμικών εξαιρετικής ποιότητας και μεγάλης ποικιλίας. H χρυσοχοΐα και η επεξεργασία του ασημιού είναι θαυμαστά σε διεθνές επίπεδο.Oι πατρογονικές ενδυμασίες. Όταν άρχισε να χάνεται η πίστη που ήταν δεμένη με τον αρχαίο κόσμο του χωριού, άρχισαν να εγκαταλείπονται και τα παραδοσιακά ρούχα, που τώρα πια φοριούνται μόνο για τουριστικούς λόγους ή σε κάποιες γιορτές. Mοναδική εξαίρεση αποτελεί η κεντρική ζώνη της Nταλάρνα. Oι γυναίκες φορούν ένα κοντό πουκάμισο στολισμένο με κεντήματα και στο κεφάλι ρίχνουν κοκκινόμαυρα μαντήλια, ενδύματα όμοια με εκείνα που εμφανίζονται στα πιο αρχαία λαϊκά εικονογραφημένα ντοκουμέντα. Στις άλλες περιοχές της Nταλάρνα, κάθε κέντρο έχει να επιδείξει έναν ιδιαίτερο τύπο ενδυμασίας, αλλά το κοινό για όλες στοιχείο είναι τα έντονα χρώματα που μένουν πάντα ζωντανά. Aπό τα πιο χαρακτηριστικά κομμάτια αυτού του τύπου ενδυμασίας είναι τα σακάκια από άσπρο πανί ή μαλλί που φοριούνται από τους άντρες πάνω από κόκκινα γιλέκα και οι μυτεροί πάνινοι σκούφοι, μεσαιωνικού τύπου, που φοριούνται με μεγάλο καμάρι από τις νέες γυναίκες. Ένα άλλο κομμάτι, που συχνά το συναντά κανείς στις σουηδικές τελετές, είναι το νυφικό στεφάνι πλούσια στολισμένο με κοσμήματα και άλλα στολίδια. Σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν η τελετή του γάμου γίνει με τις παραδοσιακές ενδυμασίες, αυτοί που μετέχουν στη γιορτή συνηθίζουν να στολίζουν τα ρούχα τους με περιδέραια, καρφίτσες και αλυσίδες, που κληρονομούνται από γενιά σε γενιά και αποτελούν τον πολυτιμότερο θησαυρό κάθε οικογένειας.Mέχρι πριν από λίγο καιρό υπήρχαν μεγάλες διαφορές ανάμεσα στις κουζίνες της νότιας και της βόρειας Σουηδίας. Διαφορές που σήμερα τείνουν να εξαλειφθούν ενώ μένουν το ίδιο μεγάλες ανάμεσα στα καθημερινά και στα γιορτινά γεύματα. O πρώτος διαχωρισμός είναι συνδεδεμένος με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τη διαφορετική παραγωγικότητα του σουηδικού εδάφους: στη Σκάνια τα δημητριακά παράγονται σε μεγάλες ποσότητες και τα φρούτα ωριμάζουν πολύ γρήγορα. O δεύτερος διαχωρισμός, κοινός για όλες τις σκανδιναβικές χώρες, στη Σουηδία, από σεβασμό προς μια αρχαία παράδοση, έχει πάρει τελετουργικό χαρακτήρα. Oι Σουηδοί, γνωστοί για τις απλοϊκές τους προτιμήσεις, σε περιπτώσεις τελετών ετοιμάζουν θαυμάσιες λιχουδιές και κάνουν μεγάλα συμπόσια. Στις αγροικίες του Bορρά οι χωρικοί αρχίζουν τη μέρα με ένα πλούσιο πρόγευμα (η ίδια συνήθεια υπάρχει όμως και στις πόλεις) που αποτελείται από φρέσκο γάλα, ανθόγαλα, λαρδί, μαρμελάδα, πολέντα και ψωμί από σίκαλι (r¨gbrod) φτιαγμένο στο σπίτι. Tο μεσημέρι οι νοικοκυρές σερβίρουν αχνιστές γαβάθες με σούπα: παρ’ όλο που ξέρουν να μαγειρεύουν πολλές και νοστιμότατες σούπες, στη Nόρλαντ οι μαγείρισσες συχνά προτιμούν τις σούπες με μπιζέλια και παστό. O λόγος είναι απλός. Tα μπιζέλια, αντίθετα από άλλα λαχανικά, τρώγονται και ξερά και οι απομονωμένες αγροικίες έχουν ανάγκη από μεγάλες προμήθειες για να αντιμετωπίσουν το μακρύ χειμώνα. Γι’ αυτό δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι μετά τη σούπα με ξερά μπιζέλια εμφανίζονται στο τραπέζι καπνιστό ή ξερό κρέας, λουκάνικα, καπνιστό κρέας ταράνδου, φέτες παστού, παστό ψάρι και όλα αυτά συνοδευμένα από γαλέτες γλυκού ή ξερού ψωμιού (veteskorpor) και γαλέτες από ψωμί φτιαγμένο με άνηθο (knαckebrοd). Φυσικά υπάρχουν και φρέσκες τροφές: οι γλώσσες, που όλοι οι Σουηδοί μαθαίνουν από μικροί να ψαρεύουν, ο αγριόγαλος, η κότα, η πέρδικα, η μπεκάτσα και ο τάρανδος. Στην πλούσια Σκάνια τα πράγματα αλλάζουν: η κουζίνα είναι καλύτερη, υπάρχει μεγάλη ποικιλία και το σερβίρισμα στο τραπέζι είναι πιο φροντισμένο. Γι’ αυτό και μια αρχαία παροιμία λέει ότι ανάμεσα στους σκανδιναβικούς λαούς οι Nορβηγοί είναι οι ψαράδες, οι Δανοί οι αστοί και οι Σουηδοί οι ευγενείς. Στη Σουηδία μένει κανείς έκπληκτος μπροστά στην απλή κομψότητα του καθημερινού τραπεζιού και μαγεμένος από την πολυτέλεια ενός γιορτινού τραπεζιού στολισμένου με κεντημένα τραπεζομάντηλα, λαμπρά ασημικά, κηροπήγια και φρέσκα λουλούδια. Στη Σκάνια υπάρχει μια καλή συνήθεια να εναλλάσσονται οι τροφές κατά ένα τρόπο, που καθιερώθηκε από πολύ παλιά παίρνοντας αφορμή από μύθους ή ιστορικά κατορθώματα: έτσι η σούπα με μπιζέλια και παστό είναι η σούπα της Παρασκευής, γιατί, όπως λέγεται, ο βασιλιάς Eρρίκος IΔ’ πέθανε μια Παρασκευή από δηλητηριασμένη τροφή. Mεγαλύτερη είναι η ποικιλία ακόμα και στο κρέας ή στο ψάρι που οι νοικοκυρές ξέρουν να μαγειρεύουν με ένα θαυμάσιο τρόπο. Oι ξένοι, εκτός από τους Aγγλοσάξονες, πρέπει να συνηθίσουν το σουηδικό γούστο: στην αρχή μπορεί η γλυκόπικρη γεύση από πολλές τροφές να μην τους ικανοποιεί ή κάποιοι συνδυασμοί να τους αφήνουν έκπληκτους. H σουηδική κουζίνα πραγματικά δεν συμπαθεί τις απλές γεύσεις, αβέβαιη ανάμεσα στο αλμυρό και στο γλυκό, συχνά αναμειγνύει το πιπέρι με τη ζάχαρη. H ζάχαρη εμφανίζεται στο ψωμί, στο κρέας και στο πιο τυπικό σουηδικό πιάτο, τη χήνα που μαγειρεύεται σε ειδικές περιπτώσεις με έναν πολύπλοκο τρόπο. Όσο για τα γλυκά η ποικιλία είναι πολύ μεγάλη. Aπό τα soufflιs στο ανθόγαλα και από τις σοκολάτες με μαρέγκα, στα παγωτά. Tα φρούτα αντίθετα εμφανίζονται στο τραπέζι πάντοτε σε μορφή κομπόστας σε κουτιά. Tα οινοπνευματώδη ποτά σερβίρονται μόνο στα εστιατόρια με ειδική άδεια και με περιορισμούς στις ώρες που μπορούν να διατίθενται. Eξαιρετική είναι η μπίρα (ol) και πολύ διαδεδομένο το ρακί. O σουηδικός καφές θεωρείται ο καλύτερος σε ολόκληρη τη Σκανδιναβία. Η υφαντική τέχνη και η επεξεργασία του ξύλου είναι η πιο κοινές μορφές της σουηδικής χειροτεχνίας. Το ηλιοστάσιο του καλοκαιριού εορτάζεται με μεγάλο κέφι. Ιδιαίτερο χαρακτήρα έχει ο εορτασμός των χριστουγέννων που ξεκινά από τις 13 Δεκεμβρίου. Απόσπασμα από ένα ρουνικό χειρόγραφο του 12ου αι., όπου είναι γραμμένοι οι στίχοι μιας λαϊκής μπαλάντας. Η Γκρέτα Γκάρμπο. Στη μητρόπολη της Λουντ, είναι έκδηλες οι διάφορες αρχιτεκτονικές επιδράσεις. Λεπτομέρεια από τη «βρύση των δελφινιών» του Καρλ Μίλες. Σύνθεση του Βίκινγκ Έγγελικ. Βραχογραφία στο Τάνουμ του Γκέτεμποργκ, η οποία ανήκει στην εποχή του χαλκού. Αναγεννησιακός πύργος στην πόλη Γκρίπσχολμ της Σουηδίας. Διακοσμητικό στοιχείο από επιχρυσωμένο χαλκό και στολισμένο με κόκκινο χρώμα. Ανάγεται στον 7ο αι. και ανήκει στο «Θησαυρό του Βέντελ» που ανακαλύφθηκε στην Ουψάλα (Ιστορικό Μουσείο, Στοκχόλμη). Εικονογράφηση για μια από τις εκδόσεις του βιβλίου «Οι Σουηδοί του Καρόλου ΙΒ’» του Βέρνερ φον Χέιντενσταμ. Εικονογράφηση για το παιδικό βιβλίο «Το θαυμαστό ταξίδι του Νιλς Χόλγκερσον στη Σουηδία» της Σέλμα Λάγκερλεφ. Ένα παλαιό χειρόγραφο από ένα βιβλίο λειτουργίας σε λατινική γλώσσα (Εθνικό Μουσείο, Στοκχόλμη). Ο Γουσταύος Α’ Βάζα (πίνακας του Γ. Μπινγκ, Πανεπιστήμιο της Ουψάλας). Οι τάφοι των Βίκινγκς στο Άνουντσεγκ, κοντά στο Βέστερος. Ψαρόβαρκες αποκλεισμένες από τους πάγους στον Βοθνικό Κόλπο. Οι μεγάλες κοινωνικο-πνευματικές και εθνικές διαφορές Βορρά και Νότου, είναι εμφανέστατες σε αυτούς τους δύο τύπους ανθρώπου. Μια νέα χειραφετημένη γυναίκα. Ένας Λάπωνας. Μερική άποψη του λιμανιού της Στοκχόλμης. Μια απο τις χαρακτηριστικές εικόνες των Σουηδικών πόλεων. Άποψη του Γκέτεμποργκ. Μεγάλος καταρράκτης στο ορεινό συγκρότημα Κιερούναβααρα, στο βόρειο τμήμα της χώρας. Το Δημαρχείο της Στοκχόλμης. Το φιόρδ του Σβίνεσουντ, στα νότια σύνορα Σουηδίας και Νορβηγίας. Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Σουηδίας Συντομευμένη ονομασία: Σουηδία Έκταση: 449.964 τ.χλμ Πληθυσμός: 8.876.744 (2002) Πρωτεύουσα: Στοκχόλμη

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • χριστιανός — I Όνομα βασιλιάδων της Δανίας. 1. X. A’ (1425 – 1481). Γιος του δούκα του Ολδεμβούργου. Μετά τον θάνατο του Χριστόφορου Γ’ έγινε βασιλιάς της Δανίας και το 1450 της Νορβηγίας. Η Σουηδία αντίθετα, αν και υπαγόταν επίσης στο στέμμα της Δανίας, δεν… …   Dictionary of Greek

  • Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Λαπωνία — I (νορβηγ. Lapland, σουηδ. Lappland, φιλανδ. Lappi ή Saamiland, ρωσ. Laplandiya). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (388.350 τ. χλμ.) της βόρειας Ευρώπης (Φινοσκανδίας). Βρέχεται από τη Νορβηγική θάλασσα (Ατλαντικός ωκεανός) στα Δ και από τη θάλασσα… …   Dictionary of Greek

  • Επταετής πόλεμος — Ονομασία δύο πολέμων που διήρκησαν επτά χρόνια. 1. Πόλεμος (1563 70) μεταξύ της Σουηδίας και των συμμάχων Λοβέκης, Δανίας και Πολωνίας. Μετά την ήττα της, η Σουηδία αναγκάστηκε να υπογράψει τη συνθήκη του Στετίνου και αποδέχθηκε την αφαίρεση των… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… …   Dictionary of Greek

  • Οξιενστιέρνα, Άξελ Γκούσταβσον — (Count Axel Gustafsson Oxenstierna, Φαίναι, Ουψάλα 1583 – Στοκχόλμη 1654). Σουηδός πολιτικός. Καταγόταν από παλιά αριστοκρατική οικογένεια, η οποία τον 15o και τον 16o αι. είχε δώσει στη Σουηδία ισχυρούς υπουργούς. Σε ηλικία 23 ετών μπήκε στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”